Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν τρείς αδερφές. Κάθε πρωί έβγαιναν στο κατώφλι και ρωτούσαν τον Ήλιο, ” Ήλιε μου και ηλιάκε μου, ποιά από τις τρείς είναι πιο όμορφη;”, και ο Ήλιος απαντούσε, ”Και η πρώτη καλή και η δεύτερη καλή, μα η τρίτη η μικρότερη είναι η ομορφότερη”. Ζήλεψαν πάρα πολύ οι αδερφές της και αποφάσισαν να την διώξουν.
Της είπαν λοιπόν να ζυμώσει ένα ολοστρόγγυλο ψωμί και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησαν για το δάσος να μαζεψουν ξύλα. Όταν προχώρησαν πάρα πολύ μέσα στο δάσος και έφτασαν στην άκρη ενός γκρεμού, άφησαν το ψωμί να κατρακυλήσει στο γκρεμό. Και είπαν στη μικρή αδερφή να κατέβει να το πάρει. ”Μα καλές μου αδερφές, ώσπου να πάω και να ‘ρθω θα έχει νυχτώσει”, ” Δεν πειράζει”, είπαν αυτές, ”Εμείς θα σε περιμένουμε”. Κατεβαίνει λοιπόν η μικρή αδερφή τον γκρεμό και όταν ανέβηκε οι αδερφές τις είχανε φύγει και είχε νυχτώσει πια.
Τι να κάνει η καημένη για να περάσει τη νύχτα, ανέβηκε σε ένα δέντρο για να προστατευτεί από τα άγρια ζώα. Την άλλη μέρα το πρωί, πριν καλά καλά ξημερώσει, βγήκε για κυνήγι στο δάσος ο πρίγκιπας μαζί με τους φίλους τους. Όπως περνούσε κάτω από το δέντρο, είδε την κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Την παρακαλούσε πολλή ώρα να κατέβει αλλα εκείνη δεν κατέβαινε από το δέντρό.
Γύρισε λοιπόν στο παλάτι ο πρίγκιπας και αρρώστησε βαριά από έρωτα. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, που δεν ήξερε τι είχε ο γιός του, έφερε γιατρούς απ’όλο τον κόσμο για να τον γιατρέψουν, αλλά κανένας δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά.
Απελπισμένος ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι* πως όποιος καταφέρει να γιατρέψει τον γιό του, θα τον ανταμείψει το βάρος του σε χρυσάφι. Μία γριά, που έτυχε την ημέρα που ο πρίγκιπας παρακαλούσε την κοπέλα να κατέβει να είναι εκεί κοντά, κατάλαβε από τι είναι άρρωστος. Παίρνει λοιπόν ένα σκαφίδι* και πάει κάτω από το δέντρο και άρχισε να ζυμώνει τοποθετώντας το σκαφίδι ανάποδα. Τη βλέπει λοιπόν η κοπέλα από το δέντρο και της λέει, ”Αλλιώς γιαγιά το σκαφίδι” και η γιαγια πάλι ανάποδα. Και ξαναλέει η κοπέλα ”Αλλιώς γιαγιά το σκαφίδι!”, ”Πώς κόρη μου, δεν καταλαβαίνω, κατέβα να μου δείξεις”, λέει η γιαγιά. Και αφού κατέβηκε η κοπέλα κάτω και τη βοήθησε, της πρότεινε η γιαγιά να την πάρει στο σπίτι της και να την έχει σαν κόρη της. Και εκείνη δέχτηκε.
Την άλλη μέρα, την έβαλε να ζυμώσει μια κουλούρα και να κόψει μία τούφα από τα μαλλιά της και να την βάλει μέσα. Παίρνει λοιπόν την κουλούρα η γιαγιά και πάει στο παλάτι. Λέει λοιπόν στο βασιλιά πως μπορεί να κάνει καλά το γιό του. Ο βασιλιάς γέλασε. ”Τόσοι γιατροι δεν τα κατάφεραν και θα το κάνεις εσύ;” είπε. ”Ναι! Πίστεψε με! Δως του να φάει απ’ αυτό το ψωμί και θα δεις” λέει η γιαγιά.
Παίρνει λοιπόν τη κουλούρα ο βασιλιάς και την πάει στο γιο του να φάει. Την κόβεί στη μέση αυτός και βλέπει την τούφα απ’ τα μαλλιά της κοπέλας. Αμέσως ζήτησε να μάθει ποιος έφερε την κουλούρα. ”Μου την έφερε μια γιαγιά, που μου είπε πως μένει στην άκρη της πόλης.” λέει ο βασιλιάς. Αμέσως ο πρίγκιπας σέλωσε το άλογό του και πήγε να βρει το σπίτι της γριάς. Όταν έφτασε εκεί και είδε την αγαπημένη του, τη ζήτησε να τον παντρευτεί και εκείνη δέχτηκε.
Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ που έγινε καλά ο γιός του και όπως είχε υποσχεθεί τη γιαγιά τη χρύσωσε από πάνω ως κάτω. Και έγινε ένας γάμος τρικούβερτος. Κάλεσαν όλο τον κόσμο, κάλεσαν και μένα και μου δώσαν και δώρο ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
φιρμάνι = διαταγή σκαφίδι = σκάφη
Απ’ την κ. Ελένη
|