Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος που ζούσε με την κυρά του στην άκρη ενός χωριού. Δίπλα στο δάσος. Ο γέρος είχε ένα κακό. Ήταν παραπονιάρης. Για καθετί έβρισκε πάντα κάτι για να παραπονεθεί.
«Ωραία μέρα σήμερα», λέει μια μέρα η γριά.
«Άσε μας κυρά μου, αυτός ο ήλιος θα μας κάψει», της λέει.
Η γριά όμως τον είχε συνηθίσει και δεν του’δινε σημασία.
«Σήμερα θα κάνω ψάρια» του είπε.
«Πας να με ξεκάνεις; Να μου κάτσει κανένα κόκαλο στο λαιμό να πνιγώ.»
Έτσι περνούσαν οι μέρες..
Στο μόνο πράγμα που είχε αδυναμία ο γέρος ήταν οι παντούφλες του. Τις είχε
τόσα πολλά χρόνια που είχαν ξεχαρβαλωθεί. «Φέρε μου να στις πλύνω», έλεγε η γριά. «Σιγά μη στις δώσω, να μου τις πετάξεις.» Δεν τις άφηνε ούτε και στον ύπνο του.
Μια νύχτα ενώ κοιμόταν, βρίσκει ευκαιρία η γριά και του βγάζει τις παντούφλες. Ανοίγει σιγά σιγά την πόρτα μη την πάρει χαμπάρι ο γέρος. Ποιος άντεχε τέτοια ώρα τη φασαρία του. Αυτός άλλαξε πλευρό αλλά δεν κατάλαβε τίποτα. Βγαίνει η γριά στην αυλή, δίνει μια και πετάει τις παντούφλες. Στο δάσος έφτασαν.
Το πρωί ο γέρος κατάλαβε τι είχε γίνει και τις έβαλε τις φωνές.
«Παλιόγρια, πάνε οι παντούφλες μου.»
«Τι σκας; Θα πάω στο παζάρι να σου παρω άλλες.»
«Όχι δεν θέλω. Θα πάω να τις βρω.»
«Αχ καυμένε, πήγαινε να δούμε τι θα καταλάβεις.»
Φεύγει ο γέρος. Στο δρόμο συναντάει ένα βοσκό.
«Ε, χωριανέ! Μήπως είδες εδώ τριγύρω ένα ζευγάρι παντούφλες;»
«Ναι ήταν μία πάνω σ’εκείνο το δέντρο, αλλά την πήρε ένας κουτσός, τη
φόρεσε κι έφυγε. Τι θες δυο τόσο παλιές παντούφλες;»
Ντράπηκε ο γέρος και τι να πει. «Θα σου πω ένα μυστικό, του λέει. Αυτές οι παντούφλες είναι μαγικές. Σαν τις φορέσεις τρέχεις σαν τον αγέρα. Θέλω λοιπόν να τις πάω δώρο στο βασιλιά.» «Γι’αυτό ο κουτσός έφυγε σαν αέρας… Τρέχα τότε να τον προλάβεις.»
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και κινάει να τον βρει. Δεν περπάτησε πολύ και να σου πίσω από ένα θάμνο η άλλη παντούφλα. Την παίρνει και πάει προς το διπλανό χωριό. Εκεί βρίσκει τον κουτσό κάτω από έναν πλάτανο, να φοράει την παντούφλα του.
«Εϊ κουτσέ, αυτή η παντούφλα είναι δικιά μου. Έφαγα τον κόσμο να τη βρω.»
«Εσύ την έχασες, εγώ τη βρήκα. Ίσα-ίσα μου χωράει και πάει καιρός τώρα που
τριγυρίζω ξυπόλητος.» Ο γέρος δεν άκουγε τίποτα. «Δώσε μου τη» ο ένας, «Δε στη δίνω» ο άλλος. «Άμα σου δώσω τη ζώνη μου, θα μου δώσεις την παντούφλα;» «Όχι», απαντάει ο κουτσός. «Άμα σου δώσω το ένα μου παπούτσι, μου τη δίνεις;» «Το δεξί ή τ’αριστερό;» «Με δουλεύεις κι από πάνω; Άμα σου δώσω ένα χέρι ξύλο, να δεις πως θα μου
τη δώσεις.»
Και πιάστηκαν στα χέρια. Από τη μία ο κουτσός, από την άλλη ο γέρος. Οι φωνές τους ακούστηκαν παντού. Μαζεύτηκε κόσμος τριγύρω. Να σου και οι στρατιώτες του βασιλιά. Τους πιάνουν και τους πάνε στο παλάτι.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς είχε μάθει για τις μαγικές παντούφλες και τις περίμενε πώς και πώς. Ο βοσκός βλέπετε δεν ήξερε να φυλάει μυστικά, το είχε πει παντού.
«Ποιοι είστε εσείς;», λέει ο βασιλιάς.
Και ο γέρος του λέει «το και το».
«Ώστε εσύ θα μου έκανες δώρο τις μαγικές παντούφλες;»
«Ναι… βασιλιά μου.» κόμπιασε ο γέρος. «Αλλά τη μία την κρατάει ο κουτσός και δε μου τη δίνει.»
Διατάζει τότε ο βασιλιάς και φέρνουν στον κουτσό μια παντούφλα βελούδινη με χρυσά στολίδια. Μόλις την είδε ο κουτσός άστραψε το μάτι του. Δίχως να το σκεφτεί, βγάζει την παλιά, τη δίνει του γέρου και φεύγει.
«Απόδειξέ μου τώρα ότι είναι μαγικές.» λέει ο βασιλιάς.
«Να, ξέρεις άρχοντά μου μαγικές γίνονται μόνο την Κυριακή» λέει πονηρά ο γέρος για να κερδίσει χρόνο. Και ως την Κυριακή τον κρατήσανε στο παλάτι. Έφαγε, ήπιε, φχαριστήθηκε η ψυχή του. Κυριακή πρωί του λέει ο βασιλιάς: «Δείξε μου λοιπόν. Άκουσα πως σαν τις φορέσεις, τρέχεις σαν τον αγέρα.» «Όχι βασιλιά μου, δε στα’πανε καλά. Σαν τις φορέσεις, βλέπεις ν’αλλάζει η μέρα. Αλλά άμα τις φορέσω τώρα, θ’αλλάξει η μέρα και δε θα’ναι Κυριακή και θα πάψουν να είναι μαγικές.»
Ο βασιλιάς το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει και κατάλαβε ότι ο γέρος τον κοροϊδεύει. Διέταξε λοιπόν και τον πέταξαν έξω με τις κλοτσιές. Του πήραν και
τα παπούτσια και τις παντούφλες.
Ξυπόλητος ο γέρος, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και φτάνει σπίτι. Δεν είπε τίποτα στη γριά. Δεν παραπονέθηκε ποτέ ξανα και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Σαπνάρα
|