Aπόσπασμα από την πτυχιακή ερευνητική εργασία της Κατερίνα Κουθούρη
Η δημιουργία ενός πλούσιου μουσικού περιβάλλοντος στα πρώτα χρόνια του παιδιού με ρίμες, τραγούδια, ποιήματα, και διάφορα παιχνίδια με λέξεις από την προφορική παράδοση, συντελεί όχι μόνο στις βάσεις της γλωσσικής ανάπτυξης αλλά και της μουσικής του ανάπτυξης (Young & Glover, 1998).
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές και με την θεωρία μουσικής μάθησης (Gordon, 1990), τα παιδιά μπορούν να μάθουν από μικρή ηλικία μουσική τόσο εύκολα όσο μαθαίνουν να μιλούν την μητρική τους γλώσσα (Suzuki, 1973, 1981· Collier-Slone, 1988· Fox, 1991· Collier- Slone, 1991· Feierabend, 1996· Stamou, 1998, 1999, 2001a, 2001b· Alvarez & Berg, 2002· Στάμου, 2002, 2006α, 2006β· Gordon, 2003· Stamou, 2005).
Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια αποτύπωσης χαρακτηριστικών μουσικών συμπεριφορών ως προς το τραγούδι, που εμφανίζονται στα διάφορα ηλικιακά στάδια από τη βρεφική ως τη πρώτη σχολική ηλικία. Η γνώση των σταδίων φωνητικής ανάπτυξης αλλά και της γενικότερης μουσικής ανάπτυξης των παιδιών αποτελεί ένα σημαντικό και απαραίτητο εργαλείο γνώσης για να μπορέσει κανείς να καθοδηγήσει σωστά τα παιδιά στην ανάπτυξη της ικανότητάς τους για τραγούδι.
Βρεφική ηλικία (0-2 χρόνων)
Οι γονείς τραγουδούν με ένα ξεχωριστό τρόπο στα παιδιά τους. Αυτή η επικοινωνία επιτυγχάνεται μέσω του κατευθυνόμενου λόγου προς το βρέφος (Trainor, 1996), ο οποίος χαρακτηρίζεται από αργό τέμπο, εκφραστική τραγουδιστική ποιότητα, και υψηλά τονικά ύψη (Trehub et al, 1997). Οι έρευνες έχουν επιβεβαιώσει παγκοσμίως τη χρήση της διαισθητικής μητρικής ομιλίας με τα βρέφη (βλ. Fernald, 1985, 1989) σε κάθε γλώσσα του κόσμου (Μαζοκοπάκη, 2007· Mazokopaki & Kugioumutzakis, 2007).
Η διαισθητική μητρική ομιλία σύμφωνα με τους Papousek, Papousek & Symmes (1991), Trehub & Schellenberg (1995), Porter (2004) και Trevarthen (2007) “είναι πιο ρυθμική και παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα τονικού ύψους, με πολλές παραλλαγές εύρους στην κορύφωση και περιέχει περισσότερες επαναλήψεις ήχων και περιγράμματα προσωδίας σε σχέση με τον απλό λόγο ομιλίας” (Στάμου, 2009:167-168). Ο ρόλος τέτοιων μελωδιών στην επικοινωνία μεταξύ των παιδιών και των ενηλίκων ίσως είναι μια από τις βασικές ομοιότητες μεταξύ της μουσικής και της γλώσσας στην νηπιακή και βρεφική ηλικία. (Ilari, 2003).
Σύμφωνα με τον Moog (1976) μετά την ηλικία του 1ου έτους τα παιδιά ξεκινούν να αναπαράγουν αυτό που ακούν, μια ικανότητα η οποία συνεχώς αυξάνεται. Υπάρχει μια ένδειξη της μετακίνησης του ενδιαφέροντος των νηπίων από τον πειραματισμό του ήχου στον έλεγχό του, και αυτό κατά τον Moog αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα στη μουσική ανάπτυξη των μικρών παιδιών (Swanwick, 1988).
Επίσης μέσα από την διαδικασία της επανάληψης και του παιχνιδιού τα βρέφη και τα παιδιά ηλικίας 1-2 ετών μπορούν να μάθουν να τραγουδούν μικρά τραγούδια, λαχνίσματα και να απολαμβάνουν την μουσική μέσα από το παιχνίδι τους.
Παιδιά από 2 χρονών μέχρι 4 χρονών
Κατά τη διάρκεια του 2ου χρόνου της ηλικίας τους, τα παιδιά είναι σε θέση να τραγουδούν αυθόρμητα και αυτοσχέδια τραγούδια (Moog, 1976), κάτι που συνεχίζουν να κάνουν και κατά τον 3ο χρόνο.
Το αυθόρμητο τραγούδι είναι μια από τις πιο δημιουργικές πτυχές της μουσικής έκφρασης των παιδιών. Το φωνητικό εύρος των παιδιών της ηλικίας 2-3 χρονών φαίνεται να μιμείται το εύρος της φωνής ενός ενήλικα (Moog, 1976). Σύμφωνα με τους Dowling (1982) και Sundin (1997) το αυθόρμητο παιδικό τραγούδι αποτελείται από “διακριτά τονικά ύψη, ενώ το μελωδικό σχήμα και τα ρυθμικά μοτίβα αλλάζουν ελαφρώς” (Σίμου, 2009:196).
Σε μια άλλη μελέτη σύμφωνα με την Mang (2000), “τα παιδιά από την ηλικία των τριών και τεσσάρων ετών παράγουν συναφείς ενδιάμεσες φωνήσεις, απρόβλεπτες δηλαδή εναλλαγές ομιλίας και τραγουδιού” (Σίμου, 2009:198). Η διάκριση μεταξύ λόγου και τραγουδιού γίνεται πλέον σαφής όταν το παιδί φτάσει στην ηλικία των έξι ετών (Mang, 2000).
Παιδιά από 4 χρονών μέχρι και 6 χρονών
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, ο τρόπος με τον οποίο τραγουδούν γίνεται πιο συνειδητός. Έχουν δημιουργήσει ένα ρεπερτόριο από παιδικά τραγούδια, όμως δεν είναι σε θέση να τα τραγουδούν ακόμη με τονική ακρίβεια, κάτι που το κατορθώνουν προς τον έκτο χρόνο της ηλικίας τους (Hargreaves, 1986).
Στην ηλικία των πέντε χρόνων τα τραγούδια που παράγουν τα παιδιά ονομάζονται “προσχέδια τραγουδιών” (draft songs), γιατί η προσοχή των παιδιών επικεντρώνεται περισσότερο στο μελωδικό περίγραμμα και όχι τόσο στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους (Hargreaves, 1986).
Τα παιδιά προσπαθούν να ενσωματώσουν τα αυθόρμητα τραγούδια τους στα τραγούδια που ήδη γνωρίζουν (McDonald & Simons, 1989). Σύμφωνα με την McDonald (1989) “η έκταση της φωνής σε αυτή την ηλικία είναι ανάμεσα στο ρε3 – σι3” (Μελιγκοπούλου, 2009). Το αυθόρμητο τραγούδι έρχεται από το άμεσο συναίσθημα του παιδιού και είναι πιο εκφραστικό, παρουσιάζοντας ποικιλία στην ταχύτητα και στη δυναμική (Swanwick, 1988· Adachi, & Trehub, 2000· Welch, 2006).
Πρώτη σχολική ηλικία
Η άρθρωση των παιδιών ηλικίας 6-7 ετών γίνεται προβληματική εξαιτίας της αλλαγής που προκαλείται με την απώλεια των πρόσθιων νεογιλών δοντιών.
Τα παιδιά πλέον μπορούν να δουλέψουν με περισσότερη ευκολία σε ομάδες και έχουν αποκτήσει έλεγχο των κινήσεων τους. Σε αυτό το επίπεδο πολλά παιδιά μπορούν να τραγουδούν σε σταθερό τόνο. Η φωνητική τους έκταση σε αυτές τις ηλικίες είναι μια οκτάβα από το ρε3 – ρε4 και η αίσθηση της τονικότητας είναι ισχυρότερη (Μελιγκοπούλου, 2009).
Σύμφωνα με την Μελιγκοπούλου (2009), στις ηλικίες 8-9 ετών τα περισσότερα παιδιά τραγουδούν στον τόνο και με σταθερότητα και με ακρίβεια. “Η φωνή σε αυτή την ηλικία αρχίζει να αναπτύσσει προσωπικό χρώμα και διαύγεια, ενώ μπορεί να αρχίσει και η αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών τεχνικής της αναπνοής” (McRae, 1991 στο Μελιγκοπούλου, 2009:62).
|