Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πολύ χαρούμενος βάτραχος, του οποίου του άρεσε να κάνει βόλτα χοροπηδώντας γύρω από μια λιμνούλα. Κάποια στιγμή συναντάει μία νυφίτσα, την πιο ανόητη νυφίτσα που υπάρχει και του λέει „’Εϊ, εσύ! Πάρε με στην πλάτη σου και κουβάλησε με!“. Ο βάτραχος απάντησε, „Μα εσύ έχεις τέσσερα πόδια. Δεν με χρειάζεσαι“ – „Είμαι πολύ κουρασμένη και είμαι και τεμπέλα! Κουβάλησε με τώρα!“, λέει η ανόητη νυφίτσα. Και τι να κάνει ο βάτραχος την πήρε στη πλάτη του.
Ξαφνικά μια αλεπού τους βλέπει και ενώ κανονικά θα έπρεπε να πει στην νυφίτσα να αφήσει τον βάτραχο στην ησυχία του, δεν το έκανε. Αυτό που έκανε ήταν να κάτσει πάνω στην πλάτη της νυφίτσας και αυτό βέβαια σημαίνει πως τώρα ο καημένος ο βάτραχος έπρεπε να κουβαλάει και την αλεπού.
Και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Μία αρκούδα βλέπει τον ταλαίπωρο τον βάτραχο και φωνάζει: „Α, τι καλά! Ευκαιρία για ιππασία!“ – „Δεν μπορώ και σένα να κουβαλήσω!“ κλαψούρισε ο βάτραχος. „Αφού μπορείς να αντέξεις αυτούς τους δύο, μπορείς να αντέξεις και μένα“, λέει η αρκούδα και αμέσως κάθεται πάνω στην αλεπού.
Ο καθένας, που θα έβλεπε αυτούς τους τρεις πάνω στον βάτραχο θα κούναγε το κεφάλι και θα έλεγε πως αυτό δεν είναι σωστό.
„Μου είναι πολύ δύσκολο!“ αναστέναξε ο βάτραχος.
„Δεν μπορώ άλλο!“, βόγγηξε ο βάτραχος.
Αλλά κάθε φορά που ο δύσμοιρος, μικρούλης βατραχάκος κλαψούριζε και τους ζητούσε να κατέβουν, αυτοί το μόνο που έλεγαν ήταν „Πάπερλαπαπ!“, εννοώντας πως λέει ανοησίες.
Δυστυχώς δεν έδειχναν κανένα έλεος και δεν έλεγαν να κατέβουν και αρχίζω να πιστεύω, πως ο βάτραχος είχε αρχίσει να θυμώνει. Αφού έκαναν έναν γύρο τη λιμνούλα, οι τρεις καβαλάρηδες του φώναξαν να σταματήσει, αλλά ο βάτραχος ήταν αυτός που είπε τώρα „Πάπερλαπαπ!“ και πήδηξε με φόρα μέσα στο νερό.
Ο βάτραχος ήξερε πολύ καλό κολύμπι και το λάτρευε το νερό, αλλά οι άλλοι τρεις τρόμαξαν πάρα πολύ. Κατάπιναν και έφτυναν το νερό, σπαρταρούσαν για να ζήσουν και γλύτωσαν παρατρίχα. Περπατώντας άτσαλα και βρεγμένοι καθώς ήταν, πήραν το δρόμο ντροπιασμένοι για το σπίτι.
|