Ο έξυπνος ράφτης
Μια φορά και έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, ήταν ένας ράφτης. Ζούσε με τη γυναίκα του και τα τρία μικρά αγόρια του, σε ένα μικρό χαμόσπιτο σε ένα μακρινό ξεχασμένο χωριό. Δούλευε με τη γυναίκα του ολημερίς, ράβοντας και επιδιωρθώνοντας τα ρούχα των χωρικών που σκίζονταν και έλιωναν απ την σκληρή αγροτική δουλειά. Ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό, ο ράφτης μας, άνοιξε το παράθυρό του να δροσιστεί. Εκεί που καθόταν και έραβε, είχε κοντά του μια φέτα ψωμί αλειμένη με βούτυρο και ζάχαρη για να φάει σαν θα κουραστεί. Καθώς περνούσε η ώρα, καμποσες μύγες μυρίστηκαν το λαχταριστό γεύμα, και ήρθαν κ κάτσανε πανω στο ψωμί κ τρώγαν με λαιμαργία. Ο ράφτης αποροφημμένος στη δουλειά του, δεν κατάλαβε τις μύγες που κάναν φαγοπότι πάνω στο ψωμί του, ώσπου μια στιγμή, γυρίζοντας το βλέμμα του, στη θέση του ψωμιού, μια ζωντανή μαύρη μάζα από στρουμπουλές μύγες! Θυμωμένος ο ράφτης που του καταστρέψανε το γεύμα, δίνει μιά στις μύγες να τις σκοτώσει. Κάποιες προλάβαν κ πετάξανε μακριά αλλά οι πιο λαίμαργες, κολλημένες πάνω στο βούτυρο καθώς ήταν, δεν του γλυτώσαν. Πω πω, πρώτη φορά βλέπω τόσες μύγες μαζεμένες! “Για να μετρήσω πόσες κατάφερα να σκοτώσω…” Μετρά λοιπον και τι συνειδητοποιεί; Πάνω στη φέτα ήταν ψόφιες σαρράντα μύγες! “Μα για να σκοτώσω τόσες μύγες με μιάς, πρέπει να μαι σπουδαίος! Θα φύγω και θα πάω να βρώ την τύχη μου…” Χαιρετά λοιπόν την γυναίκα του κ τα παιδιά του, φορτώνεται το δισάκι του, και ζώνεται με μια ζώνη που έραψε μονάχος του, που επάνω έγραφε: “ 40 καθισμένος και αλίμονο αν σηκωθω!” Οπλισμένος με θάρρος και αυτοπεποίθηση χάθηκε μέσα στη νύχτα. Πρωχωρούσε μέρα νύχτα, δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε… και σαν κουραζόταν σταματούσε και κοιμόταν χάμω. Μια μέρα, εκεί που κοιμόταν, τον πλησίασαν 3 δράκοι… Βλέποντας λοιπόν τον άνθρωπο, σκεφτήκαν να τον ληστέψουν, μα μόλις τον πλησίασαν, είδαν τη ζώνη του που έγραφε καθαρά τα λόγια: “40 καθισμένος και αλίμονο αν σηκωθώ!”. Οι δράκοι μπουνταλάδες καθώς είναι, λένε: “Για να γράφει τέτοια λόγια εδώ, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να ναι πολύ δυνατός! Καλύτερα να μη τα βάλουμε μαζί του, να τον πάρουμε να τον πάμε στον αρχηγό μας” . Τον ξυπνούν λοιπόν, εκείνος ξαφνιάστηκε που είδε τους δράκους, μα βλέποντας τα μάτια τους, πως έδειχναν κ εκείνοι φοβισμένοι, τους ρωτάει: “Ποιοί είστε ‘σείς κ γιατί μου χαλάτε τον ύπνο;”, “Σήκω, είμαστε δράκοι, θα σε πάρουμε στον αρχηγό μας” και ξεκίνησαν λοιπόν για τη σπηλιά των δράκων… Δρόμο παίρνουν, δρομο αφήνουν, ώσπου, μετά από πολλά μερόνυχτα δρόμο, έφτασαν μπροστά σε ένα βουνό. “Εδώ είναι η σπηλία μας, φτάσαμε” είπε ο ένας “μα εγώ δε βλέπω καμιά σπηλιά” είπε απορημένος ο ράφτης μας. Τότε ο δεύτερος φώναξε: “Ατσίνταλαρ!” Η γη σείστηκε. Όλο το βουνό έτρεμε και βράχοι μεγάλοι βυθιζόταν αφήνοντας τέτοιο άνοιγμα στο βουνο, πού ΄κανε τους δράκους να μοιάζουν τοσοδούληδες στο μεγεθός του. Αφού μπήκαν οι δράκοι με το ράφτη μας στο άνοιγμα, ο δράκος φώναξε: “Καπάνταλαρ!”. Η γη τότε σείστηκε ξανά και οι πελώριοι βράχοι γύρισαν στη θέση τους κλείνοντας πίσω τους τη σπηλιά, σαν να μην είχαν κουνηθεί ποτέ. Περπατούσαν κάμποσες ώρες στο σκοτάδι, ολοένα και πιο βαθιά στη γη. Τέλος βρέθηκαν σε μια κοιλότητα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά τέσσερις φορές την εκκλησιά του χωριού του ράφτη μας και τέσσερις φορές πιο ψηλή απ το καμπαναριό της. Εκεί μένανε οι δράκοι. Αφού άρχιζαν να συνηθίζουν τα μάτια του ράφτη ξανά στο φως, κατάλαβε πως η στοά ήταν γεμάτη με χρυσάφι. Παντού χρυσά φλουριά, κοσμήματα και πλούτη. Απομεινάρια των λαών, που ρήμαζε η απληστία της φάρας των δράκων. Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους ο αρχηγός. Ήταν λιγάκι πιό ψηλός από τους άλλους, πιο μυώδης αλλά όχι πιο έξυπνος απ’ αυτούς. “Τι μου τον φέρατε τούτον εδώ;” φώναξε με την βροντερή φωνή του θυμωμένα, μα τότε έπεσε το βλέμμα του στη ζώνη πού ‘γραφε: “40 καθισμένος και αλίμονο αν σηκωθώ!” και φοβήθηκε, κρύβοντας όμως καλά το φόβο του να μη τον καταλάβουν οι άλλοι δράκοι. “Τον φέραμε μαζί μας, γιατί δείχνει δυνατός και είπαμε μήπως και μας φανεί χρήσιμος αρχηγέ” φώναξε ένας απ τους δράκους. “Καλά λοιπόν” είπε ο αρχηγός, “θα μείνεις μαζί μας και θα μας υπακούς σε ότι λέμε, γιατί αλλιώς θα σε φάμε”. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά ο ράφτης μας, υπάκουσε, και σκεφτόταν κάθε βράδυ μια αφορμή για να το σκάσει… Μια μέρα τον πιάνει ένας απ τους δράκους και του λέει: “Ε εσύ ανθρωπε! Μας τελιώνει το νερό, θα πάρεις τουτα δω τα πηθάρια και θα πάς να τα γεμίσεις.” Βλέποντας τα πηθάρια ο ράφτης τα χασε, ήταν δυο φορές στο μπόι του και δείχναν πολύ πολύ βαριά, αδύνατο να τα σηκώσει. Ξεκίνησε όμως για το μεγάλο άνοιγμα παίρνοντας μαζί του ένα γερό και μακρύ ραβδί. Μόλις έφτασε φώναξε: “Ατσίνταλαρ!”. Πάλι οι βράχοι υποχώρησαν αφήνοντας τον να περάσει, και σαν πέρασε φώναξε πίσω του “Καπάνταλαρ!” και οι βράχοι ήρθαν ξανά στη θέση τους. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και δεν αργεί να φτάσει στο ποτάμι που παίρνανε οι δράκοι το νερό. Πέρασαν οι ώρες και κόντευε να νυχτωσει, και οι δράκοι στη σπηλιά που τον περίμεναν άρχισαν να αγριεύουν. “Που πήγε τούτος ο άνθρωπος; Λέτε να μας κορόιδεψε και να τό ‘σκασε;” Στέλνει κι ο αρχηγός δυο δράκους, να πανε να τον βρούν. Φτάνοντας στο ποταμι, ο ράφτης τους είδε απο μακριά και γρήγορα, βάζει το ραβδί κάτω από ένα πελώριο βράχο, και κάνει πως πάει να τον μετακινήσει. “Μη!!!” του φωνάζουν οι δράκοι, “τι πάς να κάνεις;!!!”. “Θα ρίξω τον βράχο στην κοίτη του ποταμού, θα αλλάξει η ροή του και θα κυλά κατευθείαν στη σπηλιά, έτσι δε θα ξαναπάμε για νερό, θα το έχουμε στα πόδια μας!”. “Είσαι τρελός;!” αποκρίνονται εκείνοι, “θές να μας πνίξεις όλους; άφησε το, θα πηγαίνουμε εμείς για νερό από δω και πέρα…” Έτσι λοιπόν γλίτωσε απ’ το χρέος του νερού. Την άλλη μέρα όμως του λέει ο αρχηγός: “Θα πάρεις το τσεκούρι και θα πάς να φέρεις ένα δέντρο για τη φωτιά μας” και τού ‘δειξε ένα μεγάλο τσεκούρι, που σίγουρα δεν μπορούσε να σηκώσει. “Δε το χρειάζομαι” λέει ο ράφτης σοβαρά, “εγώ τα δέντρα τα ξεριζώνω με τα χέρια μου. Δώσε μου μόνο ένα γερό σκοινί.” Πήρε το σκοινί ο ράφτης και ξεκίνησε κατα το άνοιγμα. Είπε τα μαγικά λόγια, όπως και πρώτα, έκλεισε το άνοιγμα πίσω του και δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, τραβάει για το δάσος των δράκων. Πέρασε πάλι όμως η ώρα, έπεφτε ο ήλιος και ο ράφτης ακόμη να φανεί. Στέλνει πάλι ο αρχηγός δυο απ’ τους δράκους να πάνε να τον βρούν. Φτάνουν στο δάσος και τι να δουν. Ο ράφτης είχε δέσει όλα τα δέντρα με το σκοινί, το έριχνε στην πλάτη του και ετοιμαζόταν να τα τραβήξει. “Μη!!!” του φώναξαν, “τι πάς να κάνεις;”. “Θα ρίξω τα δέντρα με μιάς, και θα τα φέρω στη σπηλιά μας” αποκρίθηκε αυτός. “Είσαι τρελός;! Θα μας χαλάσεις το δάσος! Άφησε τα δε θα ξανάρθεις εσυ για ξύλα, θα πηγαίνουμε εμείς από δω και πέρα…” Πέρασαν κάμποσες μέρες, και μια μέρα του καλοκαιριού, οι δράκοι μαζεύτηκαν σε ένα ξέφωτο για να διαγωνιστούν στο πέταγμα της πέτρας. Όλοι οι δράκοι παίρναν μια πέτρα από χάμω, και την πετούσαν ψηλά, όποια έκανε περισσότερη ώρα να γυρίσει, κείνη σημαινε πως πήγε και πιό ψηλά. Ήρθε και η σειρά του ράφτη μας. “Έλα και συ” του λέει ο αρχηγός, “δείξε τη δύναμη σου”. Όμως ο ράφτης ποτέ δε θα κατάφερνε να φτάσει τη δύναμη των δράκων. Οι κοτρώνες που πετούσαν κάνανε πολλή ώρα να γυρίσουνε στο χώμα. Εκείνος όμως είχε πιάσει απο καιρό ένα μικρό πουλάκι, και το φύλαγε στην τσέπη του. Σκύβει χάμω, κανοντας πως ψάχνει για μια πέτρα, βγάζει το πουλί απ’ την τσέπη του, και το πετά στον ουρανό! Περιμένουν οι δράκοι να πέσει η πέτρα κάτω, περιμένουν αλλά μάταια. Το πουλάκι φοβισμένο είχε πετάξει μακριά και ειχε χαθεί για τα καλά. Τον πιάνει τότε ο αρχηγός και του λέει: “Είσαι άξιος, και η δύναμη σου πολύ ανώτερη από τη δική μας. Σε φοβόμαστε! Γι’ αυτό σε παρακαλούμε πάρε όσο απ’ το χρυσό μας θές και φύγε απο δώ.” Έτσι και έγινε, φόρτωσε δυο δράκους με χρυσάφι, και ξεκίνησαν για το χωριό του. Δρόμο παίρναν, Δρόμο άφηναν και μια βραδιά έφτασαν στο χωριό. Λίγο έξω απ το χωριό τους λέει: “Θα περιμένετε εδώ να σας φωνάξω, γιατί πρέπει να δέσω τα παιδιά μου, είναι πολύ άγρια, και άμα σας δούν θα θέλουν να σας φάνε.” Υπάκουσαν εκείνοι και έμειναν να τον περιμένουν. Μπαίνει σπίτι του, τον βλέπουν τα αγόρια και τρέχουν να τον αγκαλιάσουν.”Δεν έχουμε χρόνο παιδιά μου γι’ αυτά τώρα, είμαστε σε μεγάλο κίνδυνο, θα έρθουν δυο δράκοι, και μόνος τρόπος να σωθούμε είναι να σας δέσω, και μόλις τους δείτε να μπαίνουν να φωνάξετε: Κρέας Δράκου Θέλω!” Κατάλαβαν εκείνα, και κίνησε να έρθει με τους δράκους. Μόλις μπήκε στο χωριό έχοντας πίσω του τους δράκους, ο κόσμος που τους έβλεπε έτρεχε και αμπαρωνόταν μες τα σπίτια του απ’ το φόβο, μα οι δράκοι ψυθίριζαν μεταξύ τους: “μα τι δυνατός είναι τούτος; όλοι τον σέβονται και δεν τολμούν να σταθούν στο διάβα του…” Άνοιξαν την πόρτα, και με το που πάτησαν μέσα οι δράκοι, τα παιδιά αρχισαν να ουρλιάζουν! “Μπαμπά! Κρέας δράκου θέλω! Κρέας δράκου θέλω,Κρέας δράκου θέλω!” Και ο έξυπνος ράφτης μας έζησε ζωή χαρισάμενη με την οικογένεια του, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα… Το μάθαμε από τον παππού Μιλτιάδης Γεωργιτζίκης, απ’ το Ροδολίβος Σερρών © Miltiadis Giannos https://thesingingfish.eu, 2013 Το περιεχόμενο αυτού του άρθρου αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία των αρθρογράφων. Συνεπώς, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ κάθε αναδημοσίευση, αντιγραφή ή τροποποίηση του χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση τους. Εάν ενδιαφέρεστε για το περιεχόμενο της σελίδας, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας. |