Μια φορά και έναν καιρό, ήταν και κάπου ήταν, μια γυναίκα που τη λέγαν Κατερίνα. Ζούσε με τον άντρα της σε ένα μακρινό χωριό και επειδή όλη την ώρα έκανε ανοησίες, τη φωνάζανε Τρελοκατερίνα. Κάθε μέρα που ο άντρας της έφευγε στη δουλειά, εκείνη έμενε στο σπίτι να κάνει τις δουλειές της, να μαγειρέψει και να καθαρίσει.
Ο άντρας, όταν θέλησε να κρύψει κάπου τις οικονομίες του, φοβήθηκε να πει πως μέσα στο πουγκί έχει χρυσά φλουριά, για να μη το μαρτυρήσει στους γείτονες, και γι’ αυτό τις είπε πως έχει κάποια κίτρινα κουμπιά. Και για να μην χαθούν τα έθαψε κάτω από το δέντρο του κήπου.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα της ένας γυρολόγος, που πουλούσε τσουκάλια. Στην Κατερίνα άρεσαν πολύ τα τσουκάλια, αλλά δεν είχε χρήματα να τα αγοράσει. Τότε ο γυρολόγος της είπε πως μπορεί να τα ανταλλάξει με κάτι. Εκείνη του είπε πως δεν έχει τίποτα, αλλά αμέσως θυμήθηκε τα κίτρινα κουμπιά, και είπε στον γυρολόγο ότι είναι θαμμένα κάτω από το δέντρο του κήπου. Εκείνος κατάλαβε αμέσως πως πρόκειται για φλουριά, έσκαψε, τα βρήκε και έφυγε αφήνοντας πίσω του και όλα τα τσουκάλια. Η Κατερίνα ήταν ενθουσιασμένη από την ανταλλαγή. Με ένα πουγκί κουμπιά, κέρδισε τόσα πολλά τσουκάλια.
Όταν ο γύρισε ο άντρας της και είδε τα τσουκάλια στο σπίτι, τη ρώτησε που τα βρήκε, και εκείνη με μεγάλο ενθουσιασμό του είπε, πως ένας γυρολόγος προτίμησε να πάρει τα κίτρινα κουμπιά και να αφήσει τα τσουκάλια.
„Αχ, Τρελοκατερίνα! Τι έκανες πάλι;“, της είπε ο άντρας της. „Αυτά δεν ήταν κίτρινα κουμπιά, ήτανε χρυσά φλουριά και ήτανε όλες μας οι οικονομίες“. „Αχ, συγνώμη δεν το ήξερα“, είπε κλαίγοντας η Κατερίνα. „Τώρα πρέπει να τρέξουμε να τον προλάβουμε!“, είπε ο άντρας της. „Προς τα πού πήγε;“ – „Πήρε το δρόμο προς το δάσος“ είπε η Κατερίνα. „Φεύγω πρώτος“, είπε αυτός „για να τον προλάβω. Εσύ πάρε μαζί σου λίγο νερό, λίγο ψωμί, λίγο βούτυρο και τυρί για να μην πεινάσουμε, κλείδωσε την πόρτα και έλα να με βρεις!“.
Έτσι έκανε η Κατερίνα, πήρε τα τρόφιμα και πήγε να κλείσει την πόρτα. Η κλειδαριά όμως ήταν χαλασμένη και η πόρτα δεν έκλεινε. Τότε η Κατερίνα σκέφτηκε, πως ο άντρας της δεν θα την πιστέψει, και αποφάσισε να ξηλώσει την πόρτα, για να την πάρει μαζί της να του τη δείξει.
Φορτώθηκε λοιπόν την πόρτα και τα τρόφιμα και ξεκίνησε. Στο δρόμο της συνάντησε ένα κάρο, που όπως κυλούσαν οι ρόδες, έκαναν χαρακιές στο δρόμο και η Τρελοκατερίνα τον λυπήθηκε μήπως πονάει και έβγαλε το βούτυρο και του άλειψε τις χαρακιές.
Συνέχισε το δρόμο της και σε μια ανηφόρα, της έπεσε το ένα κεφάλι τυρί και κατρακύλησε κάτω. Η Τρελοκατερίνα το φώναζε να γυρίσει πίσω, αλλά αυτό τίποτα. Τότε έστειλε και το άλλο κεφάλι τυρί να βρει το αδερφάκι του και να γυρίζουν μαζί κοντά της.
Μετά από λίγη ώρα συνάντησε τον άντρα της, που είχε καθίσει κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί. Όταν την είδε με την πόρτα του σπιτιού τους στην πλάτη ξαφνιάστηκε και τη ρώτησε τι συνέβη.
„Δεν κλείδωνε, και εσύ δε θα με πίστευες και την έφερα μαζί μου να το δείς“. „Αχ, βρε Τρελοκατερίνα! Έτσι άφησες το σπίτι ορθάνοιχτο.“-“Δεν το σκέφτηκα“, είπε η Κατερίνα κλαίγοντας πάλι. „Τέλοσπάντων“, της λέει, “δώς μου ένα κομμάτι ψωμί με τυρί για να φάω“. „Πάρε το ψωμί και το τυρί περίμενε, θα έρθει σε λίγο“ – „Πως θα έρθει;“ ρώτησε ο άντρας της. „Να, μου έπεσε το ένα στην κατηφόρα και έστειλα το αδερφάκι του για να το βρεί και να γυρίσουν μαζί“. „Αχ βρε Τρελοκατερίνα, πως να γυρίσει το τυρί. Δεν είναι ζωντανό!“ – „Αχ δεν το ήξερα“ είπε η Τρελοκατερίνα κλαίγοντας. „Δεν πειράζει“, λέει πάλι εκείνος, „δώσε μου λίγο βούτυρο να φάω με το ψωμί“. „Α, ξέρεις άντρα μου, δεν το έχω το βούτυρο. Το άλειψα στις πληγές του δρόμου. Τον λυπήθηκα τον καημένο.“ – „Αχ βρε Τρελοκατερίνα! Τι θα κάνω με σένα! Δεν πειράζει, θα φάμε ξερό ψωμί“, λέει ο άντρας της.
Αφού απόφαγαν, πήραν μαζί τους πάλι την πόρτα και το νερό και ξεκίνησαν να βρούν τον κλέφτη. Σε λίγο όμως νύχτωσε και για να προστατευτούν από τα ζώα που ζούσαν στο δάσος, ανέβηκαν σε ένα δέντρο για να περάσουν τη νύχτα τους.
Σε λίγο και ενώ τους έπαιρνε ο ύπνος, άκουσαν φωνές κάτω από το δέντρο. Κοιτάζει η Κατερίνα και αναγνωρίζει τον κλέφτη, που ήταν παρέα μαζί με κάποιους άλλους και μετρούσαν τα κλοπιμαία. Το λέει στον άντρας της και εκείνος της λέει να κάνει ησυχία, γιατί εκείνοι ήταν περισσότεροι και μπορεί να τους σκότωναν.
Σε λίγο όμως η Κατερίνα άρχισε να κουράζεται. Την κούραζε η κανάτα με το νερό που είχε μαζί της. „Κάνε ησυχία“, λέει ο άντρας της, “μπορεί να μας ακούσουν“. Αλλά η Κατερίνα δεν μπορούσε άλλο να την κρατάει και όπως το νερό έπεφτε σιγά, σιγά οι κλέφτες νόμιζαν πως άρχισε να βρέχει. „ Θα βρέξει απόψε ο δοξασμένος“, είπαν. „Φθηνά τη γλυτώσαμε“, είπε και ο άντρας της Κατερίνας.
Σε λίγο την Κατερίνα όμως άρχισε να την κουράζει και η πόρτα, που κουβαλούσε ακόμα στην πλάτη της. „Κράτησε την, σε παρακαλώ!“, της είπε ο άντρας της, „Θα μας πάρουν είδηση και θα μας σκοτώσουν“. Η πόρτα όμως άρχισε να γλιστράει και ΜΠΑΜ! Πέφτει με θόρυβο στη γή.
„Κεραυνός!“, φωνάζουν έντρομοι οι κλέφτες και όπου φύγει, φύγει. Παρατήσαν τους θησαυρούς που είχαν μαζί τους και εξαφανίστηκαν. Κατεβαίνουν τότε από το δεντρό η Κατερίνα και ο άντρας της, παίρνουν τα φλουριά τους και όλα τα χρυσαφικά που είχαν μαζί τους οι κλέφτες και γυρίζουν στο σπίτι τους.
Από τότε ο άντρας της, δεν τη φώναξε Τρελοκατερίνα τη γυναίκα του, γιατί χάρη σε εκείνη και στις γκάφες της έγιναν πλούσιοι.
Και ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα!
Απ’ τη γιαγιά την Ευδοξία, απ’ τα Νάματα Κοζάνης
|