Το έθιμο Γενίτσαροι και Μπούλες στη Νάουσα
Το παρακάτω άρθρο είναι απόσπασμα της πτυχιακής εργασίας του Δημήτρη Αβραμίδη με θέμα “Το έθιμο Γενίτσαροι και Μπούλες στη Νάουσα”. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία στην παράδοση της Ελλάδας, είναι η ποικιλία δρώμενων, ιδιαιτέρα κατά την περίοδο της αποκριάς. Ένα από τα εξέχοντα είναι οι «Γενίτσαροι και Μπούλες» που γίνεται στη Νάουσα την περίοδο της αποκριάς. Το έθιμο και η επανάσταση του 1821 Η συμμετοχή των Ναουσαίων στην επανάσταση του 1821 εξοργίζει τον Σουλτάνο που τον Απρίλιο του 1822 στέλνει στρατεύματα και καταστρέφει την πόλη καίγοντάς την ολοσχερώς. Μέχρι τότε η προνομιούχος Νάουσα δεν είχε υποστεί της συνέπειες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία ήδη από τον 15ο και 16ο αι. στρατολογούσε ακόμα και με τη βία, παιδιά υποδούλων λαών και δημιουργούσε τα περιβόητα τάγματα των Γενιτσάρων ή Γιανιτσάρων. Όταν όμως ο Σουλτάνος το 1705, παραβιάζοντας τα ιδιαίτερα προνόμια της πόλης, έστειλε τον σιλιχτάρη των ανακτόρων Αχμέτ Τσελεμπή, για να κάνει το πρώτο παιδομάζωμα, οι Ναουσαίοι όχι μόνο δεν παρέδωσαν παιδιά, αλλά σκότωσαν και τον απεσταλμένο. Ήταν τότε μέρες Αποκριάς. Το γεγονός αυτό ήταν αφορμή, ώστε πολλοί Ναουσαίοι να βγουν κλέφτες στο Βέρμιο, υπό την αρχηγία του φημισμένου κλεφταρματωλού καπετάν Ζήση Καραδήμου. Το αποτέλεσμα αυτής της ανταρσίας, όπως φαίνεται από σουλτανικό φιρμάνι που βρέθηκε στο Ιεροδικείο της Βέροιας, είναι η καταστροφή του αντάρτικου σώματος του Καραδήμου. Ο απόηχος της τρομερής καταστολής του κινήματος του Καραδήμου ανάγκασε τους νέους της πόλης την επόμενη Αποκριά, να φορέσουν την αρματωλική τους φορεσιά με περίσκεψη. Με τον “πρόσωπο”, όπως έφτασε στις μέρες μας από την αρχαιότητα, τα ασημικά που σχηματίζουν έναν τέλειο θώρακα, τις μακριές τους πάλες και όλα τα εξαρτήματα τριγυρνούσαν, μεταμφιεσμένοι σε Γεννίτσαρους, στα όρια της πόλης από γειτονιά σε γειτονιά. Το πρωί, ξεκινούσε ο αρχηγός της κάθε ομάδας με συνοδεία τους οργανοπαίκτες, και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να πάρει τους Γενίτσαρους-χορευτές της ομάδας του. Σταματούσε στην εξώπορτα του πρώτου χορευτή του υπαρχηγού του ας πούμε – βγαιναν Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, αφού είχαν πάρει την άδεια από τον Κατή για τις μάσκες, μπορούσαν να έρχονται σε επαφή με τους αντάρτες που ζούσαν πάνω στα βουνά, γιατί αυτοί κατέβαιναν τη νύχτα μέσα στην πόλη της Νάουσας, φορούσαν τις μάσκες τους και μπλεκόντουσαν με τους άλλους μασκαρεμένους συγγενείς και φίλους χωρίς να μπορεί κανείς να τους αντιληφθεί. Και έτσι καταστρώνανε τα σχέδια της απελευθερώσεως της Νάουσας. Από τότε το έθιμο των Γενίτσαρων συνεχίζεται αδιάλειπτα σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα με εξαίρεση την περίοδο των πολέμων. *Η Μπούλα είναι άντρας ντυμένος γυναίκα με φαρδύ φουστάνι. Στο κεφάλι έχει λουλούδια από τα οποία ξεκινούν τούλια και κορδέλες. Φοράει επίσης πρόσωπο σαν τον Γενίτσαρο με τη διαφορά ότι έχει τη γυναικεία μορφή. Ρίζες του εθίμου στην αρχαιότητα Σε αυτό σημείο θα ήταν χρήσιμο να αναζητηθούν οι ρίζες της ονομασίας αλλά και της τέλεσης του εθίμου. Οι απόψεις είναι αρκετές. Εκτός από την αυτονόητη άποψη της ονομασίας του εθίμου ( από τους γενίτσαρους της τουρκοκρατίας), υπάρχει μια άποψη σχετικά με την σχέση του με την αρχαιότητα. Ο Τάκης Μπάιτσης μας λέει σε κάποιο Ψηλαφώντας την πορεία του εθίμου στο χρόνο, αναπόφευκτα θα αναφερθούμε στη σχέση που έχει με τις λαμπρές διονυσιακές τελετές που γίνονταν στην αρχαιότητα για την υποδοχή της άνοιξης (ανθεστήρια) και που κατεξοχήν τιμώμενο πρόσωπο ήταν ο θεός Διόνυσος. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί επιζητούσαν την εύνοια των θεών για γόνιμη γη και πλούσια σοδειά. Γνωρίζοντας ότι το διάστημα που διαδραματίζεται η ιεροτελεστία της Μπούλας συμπίπτει με τον αρχαίο μήνα Ανθεστηρiωνα (15 Φεβρουαρίου- 15 Μαρτίου), το μήνα που γινόταν ο γάμος του Διονύσου και της Βασίλινας, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε το τραγούδι που λέγανε οι Ναουσαίοι την παραμονή της Πρωτοχρωνιάς. Kόλιvτα* μέλιvτα *κάλαντα Το τραγούδι αυτό αφήνει έδαφος να υποθέσουμε πως ο γαμπρός είναι ο Διόνυσος. Παρ’ όλα αυτά η διαφορά μεταξύ των λέξεων Διόνυσος και Γιανίτσαρoς είναι μεγάλη, εν τούτοις θα πρέπει να αναζητηθούν πιθανές περιπτώσεις αλλαγής του ονόματος στο χρόνο. Ίσως ο Διόνυσος, που στην αρχαιότητα η προφορά του ήταν Ντιόνουσος, να ακούστηκε κάποια φορά και ως Ντγιόνουσος. Στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να θυμίζει πιθανόν το όνομα του Ιωάννη του Προδρόμου η γιορτή του οποίου βρίσκεται μέσα στο δωδεκαήμερο. Τότε έχασε το ντ και έμεινε Γιάνουσος, και γράφτηκε Γιάνvουσος, έγινε Γιανούσης, (Διονύσης), Γιανουσάς κ.λ.π. Αν ο συλλογισμός είναι σωστός, με δεδομένο ότι σε ορισμένη περίοδο ο γαμπρός της Νύφης-Μπούλας στη Νάουσα ονομαζόταν Γιανούσος ή Γιανούσης και θύμιζε περισσότερο τον Αη-Γιάννη , ίσως μπορούμε να ταυτίσουμε το Γιανίτσαρο με το Διόνυσο. Όταν λοιπόν ο γαμπρός της νύφης (Μπούλας) μετονομάστικε στη Νάουσα από Διόνυσος σε Γιάνουσος, Γιάνυσος, Γιανύσης, τότε φαίνεται ότι τα παλικάρια, οι ένοπλοι συνοδοί του θεϊκού ζευγαριού, που ήταν στολισμένα με ρόδα, ροϊδάρια, δηλαδή ρογκατσάρια, ονομάστηκαν Γιανουσάρια, Γιανυσάρια, Γιανουτσούρια, Γιανυτσάρια. Έπειτα από τον πληθυντικό προήλθε και ο νέος πληθυντικός Γιανύτσαροι-Γιανίτσαροι. Ο χρόνος βέβαια που γινόταν αυτές οι μετατροπές δεν είναι γνωστός. Όσον αφορά την παρουσία της Μπούλας- νύφης στην τέλεση του δρώμενου εικάζεται ότι συνδέεται με το μύθο Δήμητρας-Περσεφόνης, αφού υπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν εκεί. Τα σημαντικότερα είναι αρχικά η παρουσία νύφης που μας παραπέμπει σε γάμο, όπως επίσης και το γεγονός ότι στο έθιμο συμμετέχουν συνήθως δύο Μπούλες φορώντας μάσκα (Δήμητρα-Περσεφόνη). Ακόμα, από μαρτυρίες είναι γνωστό ότι ο αριθμός των Γενίτσαρων συνηθίζονταν να είναι 12, δηλαδή όσοι και οι μήνες του χρόνου κατά σειρά. Τέλος, τα φορέματα των γυναικών είναι εποχιακά, δηλ. τού 19ου αιώνα, τούλι στον κεφαλόδεσμο όπως οι σωστές νύφες. που κρέμεται ως τους ώμους, και το καπελάκι σκεπασμένο όλο με αγριολούλουδα και παπαρούνες. Δηλαδή η Περσεφόνη που είναι στους αγρούς μία ανοιξιάτικη μέρα και την βλέπει ο Πλουτώντας και την αρπάζει. Το δρώμενο σήμερα Το δρώμενο «Γενίτσαροι και Μπούλες» σήμερα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ημέρες της αποκριάς στη Νάουσα, αποτελώντας ένα από χαρακτηριστικότερα λαογραφικά στοιχεία της περιοχής και χαίρει μεγάλης συμμετοχής των κατοίκων. Τα βασικά στοιχεία του εθίμου είναι: Οι τελεστές ήταν και είναι πάντα νέοι άνδρες. Ο αριθμός τους τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται να ήταν από έξι μέχρι δώδεκα, ενώ σήμερα μπορεί να συμμετέχουν και περισσότεροι. Στο θίασο (το μπουλούκι, όπως το ονομάζουν οι Ναουσαίοι) από παλαιά έπαιρναν μέρος και μικρά αγόρια που όμως δεν ήταν ποτέ πολλά σε αντίθεση με σήμερα που υπάρχει πληθώρα μικρών αγοριών. Η φορεσιά Η τελετουργική μεταμφίεση αυτού που θα γίνει Γιανίτσαρος γίνεται με αυστηρούς κανόνες που ακολουθούνται πιστά από αυτούς που συμμετέχουν στο δρώμενο. Τα ρούχα της φορεσιάς του Γιανίτσαρου είναι: Η κοντέλα, ένα είδος φαρδομάνικου πουκάμισου. Ένα σημαντικό εξάρτημα της φορεσιάς, είναι το ταράμπουλο ενα ζωνάρι φτιαγμένο από καθαρό μετάξι σε ύφανση αδίμιτη και σχέδιο ανατολίτικο. Το μάκρος του είναι σχεδόν 3,60 μέτρα και το φάρδος του 0,90 μέτρα. Το ταράμπουλο χρησιμοποιούνταν ως σάβανο για τον νεκρό Γιανίτσαρο την περίοδο της τουρκοκρατίας Τα ασημικά περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία από κοσμήματα. Στο θώρακα έχουμε τα ρούπια 17ου , 18ου και 19ου αιώνα, το μπαϊρι ή γκιορντάνι στο λαιμό, χαϊμαλιά σε διάφορα σχέδια, που όλα στο εσωτερικό τους περιέχουν τίμιο ξύλο. Η πλάτη του Γιανίτσαρου στολίζεται με το πλουσιότερο κόσμημα της φορεσιάς, το κιουστέκι. Το σημαντικότερο στοιχείο της φορεσιάς του Γιανίτσαρου, είναι ο προσωπος. Κατασκευάζεται από χονδρό πανί, πάνω στο οποίο μπαίνει γύψος και από τη μεριά του αλείφεται με γνήσιο κερί, ώστε να κρατά δροσιά σ’ αυτόν που το φορά όλη μέρα. Το μουστάκι στον πρόσωπο γίνεται από αλογότριχα και κατράμι, ενώ η σύνθεση των χρωμάτων έχει ως βάση το αυγό της κότας. Τα μάτια και το στόμα είναι τόσο μικρά που μετά βίας βλέπει ο Γιανίτσαρος και η Μπούλα. Ο πρόσωπος βάφεται άσπρος και τα μάγουλα με λίγο κόκκινο χρώμα. Το λευκό συμβολίζει τη νέκρωση της φύσης και το κόκκινο το ζωντάνεμα που δεν θα αργήσει να έρθει. Το κίτρινο βαράκι μπήκε πρώτα στη, Μπούλα σαν αυτό της ανατολίτισσας νύφης και αργότερα και στο πρόσωπο του Γιανίτσαρου για ομορφιά, αλλά και για να συμβολίζει ότι η σκλαβιά πεθαίνει. Σίγουρο είναι ότι παρόμοια χρώματα χρησιμοποιήθηκαν σε αρχαία προσωπεία με την ίδια περίπου τεχνική. Η Μπούλα είναι άντρας ντυμένος γυναίκα με φαρδύ φουστάνι του τύπου της ναουσαίικης γυναικείας φορεσιάς χωρίς σιδερωμένες πιέτες. Φοράει σαλταμάρκα, τραχηλιές, φλουριά, ζώστρα με κρόσσια, κολλάνια. Στο κεφάλι έχει λουλούδια από τα οποία ξεκινούν τούλια και κορδέλες. Ο πρόσωπος διαφέρει απο εκείνον του Γιανίτσαρου και έχει τη γυναικεία μορφή. Η τέλεση του εθίμου Η συγκρότηση της ομάδας που θα βγει στο έθιμο αρχίζει βέβαια πολύ πριν από την Αποκριά. Το ενδιαφέρον της παρέας που θα μεταμφιεσθεί είναι να καθορίσει ποιος θα είναι ο αρχηγός, να βρεθούν και να εξασφαλισθούν τα όργανα που θα παίξουν και αμέσως μετά να βρεθούν οι φορεσιές και κυρίως τ’ ασήμια, που τα παλιότερα χρόνια δεν τα είχαν όλοι. Το πρώτο ντύσιμο των τελεστών άρχιζε την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω. Παλαιότερα άρχιζαν αρκετά νωρίς από το Σάββατο το βράδυ, γιατί όλα τα ασήμια ραβόταν επάνω στα ρούχα του Γιανίτσαρου, για να είναι γερά και να αντέξουν στους χορούς που δύο μέρες στη συνέχεια θα έκανε. Σήμερα όμως το ντύσιμο αρχίζει νωρίς την Κυριακή της Απόκρεω, γιατί ο μεγάλος όγκος των ασημιών είναι ήδη έτοιμος, ραμμένος πάνω σε ένα ειδικά για την περίσταση κατασκευασμένο γιλέκο. Παρά ταύτα, η προετοιμασία του νεαρού άνδρα λαμβάνει τελετουργικό χαρακτήρα. Είναι ακριβώς το ίδιο με το ντύσιμο ενός γαμπρού. Καμιά διαφορά δεν υπάρχει στην τελετουργία του ντυσίματος της Μπούλας. Τελευταίος θα φορεθεί ο πρόσωπος με το ταράμπουλο. Τα όργανα, οι ζουρνατζήδες, θα κινήσουν πρωί πρωί για να μάσουν (να συγκεντρώσουν) το μπουλούκι παίζοντας μια ελεύθερου τύπου μελωδία(ζαλιστός) καθ’ όλη τη διάρκεια του μαζέματος. Το δρομολόγιο έχει συμφωνηθεί από την προηγουμένη. Με ειδική για την περίσταση μελωδία, που δεν χορεύεται, θα φθάσουν στο σπίτι του κάθε μεταμφιεσμένου με πρόσωπο άνδρα. Εκείνος συνήθως, με το άκουσμα των οργάνων, θα βγει στο παράθυρο. Από εκεί θα χαιρετίσει το μπουλούκι που έρχεται να τον πάρει. Με χαρακτηριστικά τινάγματα του κορμιού, θα κάμει τα πολλά νομίσματα του στήθους του να ηχήσουν. Το μπουλούκι με τη σειρά του θα απαντήσει τον χαιρετισμό με τις ίδιες κινήσεις. Αμέσως μετά «θα πάρει χέρι τους δικούς του», δηλαδή τους αποχαιρετά με τον ειδικό τρόπο που έχουν οι Γιανίτσαροι να χαιρετούν: πηδούν στα πόδια τους και ταυτόχρονα κάνουν τα νομίσματα του στήθους τους να κτυπούν. Στην εξώπορτα θα κάμει τρεις φορές το σταυρό του, «θα πάρει χέρι» αυτούς που ήρθαν να τον πάρουν και αμέσως θα ενταχθεί σαν ισότιμο μέλος στο μπουλούκι, θα ζευγαρώσει με κάποιον άλλο και έτσι με απόλυτη τάξη και συντεταγμένοι δύο-δύο θα κινήσουν για τον επόμενο Γιανίτσαρο. Η Μπούλα ετοιμάζεται κι αυτή τελετουργικά από την οικογένεια του άνδρα που θα την υποδυθεί. Η Μπούλα πριν αναχωρήσει, θα φιλήσει το χέρι των δικών της, όπως επίσης και αυτών που ήρθαν να την πάρουν και από εδώ θα αρχίσει να μαζεύει τα χρήματα που της δίδουν οι θεατές φίλοι. Η συνήθεια αυτή λειτουργούσε σαν έρανος για τις περιόδους των αγώνων, «για να γίνουν μπαρουτόβολα και ζαϊρέδες γι’ αυτούς που βρίσκονται στο βουνό και πολεμούν για τη λευτεριά του Γένους. Για τους ανυπότακτους κλέφτες Νιαουστιανούς και αργότερα για τους Μακεδονομάχους». Αφού η Μπούλα φιλήσει τα χέρια των παρευρισκόμενων, θα τοποθετηθεί ανάμεσα σε δύο «προστάτες» Γιανίτσαρους. Αυτοί θα την κρατήσουν από τα χέρια και σχηματίζοντας μια τριάδα θα ενταχθούν περίπου στη μέση του μπουλουκιού. Στην πομπή που έχει σχηματιστεί προηγούνται τα πιο μικρά αγόρια που δεν φορούν πρόσωπο και ακολουθούν τα μεγαλύτερα. Μετά τοποθετούνται οι νεότεροι Γιανίτσαροι, στη μέση περίπου αυτοί που κρατούν τη Μπούλα και τελευταίοι οι παλαιότεροι και πιο έμπειροι και ο αρχηγός του μπουλουκιού. Δίπλα τους οι οργανοπαίκτες, για να παίρνουν εντολές. Η πομπή προχωράει αργά με τελικό προορισμό την πλατεία του Δημαρχείου όπου ο αρχηγός θα πάρει την άδεια από τον δήμαρχο για την έναρξη του εθίμου και το μπουλούκι θα αρχίσει τη χορευτική του πορεία μέσα στους δρόμους της Νάουσας. Αμέσως μετά αρχίζουν οι πατινάδες με τη μελωδία «Κάτω στη Ρόιδο», από το γνωστό και σε άλλα μέρη τραγούδι «Κάτω στη Ρόιδο, στη Ροϊδοπούλα, Τούρκος αγάπησε μια Ρωμιοπούλα». Ακολουθεί ο Θούριος του Ρήγα «Ως πότε παλικάρια θα ζούμι στα στενά, μονάχοι σα λιοντάρια στις ράχες στα βουνά» και βέβαια βγαίνουν οι πάλες από τα θηκάρια τους. Στη συνέχεια στην πλατεία του Δημαρχείου, πριν ξεκινήσουν για τη μεγάλη πορεία, θα χορευτεί ο χορός Παπαδιά με πρωτοσυρτή τον αρχηγό του μπουλουκιού. Ακόμα, μια Μπούλα θα σύρει τη Μακρινίτσα και θα ακολουθήσει ο Νιζάμικος, ίσως ο πιο ζωηρός από τους ομαδικούς χορούς του ρεπερτορίου της ημέρας. Ανάλογα με το χρόνο που έχει το κάθε μπουλούκι μπορεί να χορέψει ένα ή δύο χορούς Χορευτικό Ρεπερτόριο Αναλυτικότερα για το χορευτικό ρεπερτόριο του δρώμενου, η μελωδία Παπαδιά και ακόμα μια άλλη μελωδία με το όνομα Παλιά Παπαδιά (δηλαδή ο τσιάμικος), ο Νταβέλης, ο Σωτήρης, χοροί κατεξοχήν αυτοσχεδιαστικοί, αφού ο πρωταγωνιστής– πρωτοσυρτής μπορεί να επιδείξει όλη τη χορευτική του δεινότητα σε ύφος και τεχνική. Αυτού του τύπου οι χοροί είναι μοναδικοί στον ελλαδικό χώρο, γιατί ένα μεγάλο μέρος τους στηρίζεται σε μελωδίες ελευθέρου ρυθμικού τύπου.Ένας καλός χορευτής πρέπει να αναπτύξει ένα ουσιαστικό, χωρίς λόγια, διάλογο με τα όργανα, έτσι ώστε ο χορός να γίνει αμφίπλευρη δημιουργική στιγμή ανάμεσα στο μουσικό και στο χορευτή. Η Παπαδιά και οι όμοιοι μ’ αυτήν χοροί είναι από τη φύση τους χοροί τελετουργικοί, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντες, αφού οι χορευτικές πρωτοβουλίες του πρωτοσυρτή μπορούν να φθάσουν στον δημιουργικό αυτοσχεδιασμό. Ο Νιζάμικος είναι ένας άλλος χορός που επίσης θα χορευτεί πολλές φορές, κυρίως από τους νεότερους. Σε όλους αυτούς τους κατεξοχήν ανδρικούς χορούς, η Μπούλα συμμετέχει ελάχιστα. Κινείται συμβολικά μαζί με τους άλλους Γιανίτσαρους, αλλά ο δικός της χορός είναι η μελωδία Μακρινίτσα, τραγούδι ταυτισμένο με τη θυσία των γυναικών στο χαλασμό της Νιάουστας το 1822. Αν από τα μικρά αγόρια που συνοδεύουν το θίασο κάποιο μπορεί να τα καταφέρει καλά στο χορό, ο αρχηγός θα ορίσει πότε και σε ποιο σημείο (κοντά στο σπίτι του, εκεί που βρίσκονται οι δικοί του) θα μπει πρώτος στον κύκλο και θα χορέψει σαν πρωτοσυρτής, ενώ όλοι θα τον σεβαστούν σαν μεγάλο. Όσο ο θίασος βρίσκεται σε πορεία και φοράει τις μάσκες, κανείς από τους θεατές δεν επιτρέπεται να χορέψει μαζί τους ούτε βέβαια να σύρει μη μεταμφιεσμένος το χορό. Αυτό γίνεται, αφού βγουν οι μάσκες, γιατί από τότε και μετά οι χοροί χάνουν την τελετουργική τους εκτέλεση και ο χορός μεταπίπτει περισσότερο σε λαϊκό πανηγύρι. Οι Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο περίπλοκο γίνεται το ρεπερτόριο του θιάσου κυρίως από απόψεως ποικιλίας μελωδιών. Αυτό σημαίνει πως εκείνος που επωμίζεται το βάρος της εκτέλεσης των τραγουδιών είναι ο ένας ζουρνατζής. Πόση γνώση των τραγουδιών πρέπει να έχει και πόση αντοχή, για να τα βγάλει πέρα με τις επιθυμίες των χορευτών, αλλά και με όσα άλλα τραγούδια ή πατινάδες πρέπει να γνωρίζει. Για να χορέψουν καλά, πρέπει να τους παίζουν και καλά. Στις πατινάδες οι χορευτές τοποθετούνται σε δύο γραμμές κατά μήκος του δρόμου και κρατούν τα σπαθιά τους από την άκρη. Σε ορισμένα γυρίσματα των μελωδιών το σπαθί κρατιέται κανονικά από τη λαβή του και κάθε Γιανίτσαρος το σταυρώνει, κτυπώντας το με το σπαθί του Οι επόμενες μέρες Το πρωί της Τυρινής Δευτέρας το πρόγραμμα του θιάσου είναι πιο χαλαρό. Χωρίς να φοράνε μάσκα θα μαζευτούν όλοι, χωρίς «μάσιμο» από τα όργανα, στο σπίτι του αρχηγού του μπουλουκιού. Εδώ θα γίνει ένα μικρό οικογενειακό γλέντι με τους οικείους του αρχηγού. Μετά θα πάνε με πατινάδα στο Κονάκι (Δημαρχία), θα χορέψουν λίγο και στη συνέχεια θα περάσουν από τα σπίτια όλων των ντυμένων που συμμετείχαν στο θίασο και σε σπίτια που τους έχουν καλέσει. Το μουσικό και χορευτικό ρεπερτόριο αυτή τη μέρα δεν έχει την αυστηρότητα της προηγούμενης αλλά εξαρτάται από τους ζουρνατζήδες και από το κέφι της στιγμής. Επίσης τραγουδάνε και χορεύουν και εκτός θιάσου πολλοί φίλοι ή συγγενείς τους. Το βράδυ, αφού τελειώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν, θα χαιρετιστούν και θα γυρίσουν σπίτια τους. Η Κυριακή της Τυρινής είναι η μέρα που θα επαναληφθεί το έθιμο ακριβώς, όπως και την Κυριακή της Απόκρεω, με τους ίδιους χορούς και το ίδιο δρομολόγιο. Την Καθαρή Δευτέρα δεν θα επισκεφτούν τα σπίτια των φίλων και δικών τους, αλλά χωρίς τον πρόσωπο, θα κάνουν το ίδιο δρομολόγιο. Στα Καμμένα αργά το βράδυ θα στηθεί ο τελευταίος χορός όπου η συγκίνηση των τελεστών είναι μεγάλη. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω περιγραφή: Το βράδυ μετά τον τελευταίο χορό στα Καμμένα είναι η ώρα του χωρισμού. Εδώ αφού κάνουν ένα κύκλο όλοι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες και βάλουν τον οργανοπαίκτη στη μέση θα τον χτυπήσουν συμβολικά με την πλατιά πλευρά της πάλας στο κεφάλι και σηκώνοντάς τον θα φωνάξουν «Πάντ’άξιος Μήτρο…ή Βαγγέλη…(το όνομα του ζουρνατζή) και του χρόνου». Στη συνέχεια, όπως είναι στον ίδιο κύκλο, θα χτυπήσουν όλοι τις πάλες στη γη με τις μύτες λέγοντας «ότι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει». Έτσι συγχωρούνται για τυχών μικροπαρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ τους αυτές τις μέρες. Στη συνέχεια αφού πάρουν και πάλι χέρι από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό και όσους από τους πολίτες παραβρίσκονται φεύγουν για τα σπίτια τους. Από περιγραφή του Τάκη Μπάιτση Σημαντικό ρόλο στην τέλεση του εθίμου, κατέχουν οι οργανοπαίχτες. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται είναι αποκλειστικά ο ζουρνάς και το νταούλι. Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότερα στη Νάουσα οι ζουρνάδες ακούγονταν μόνο την περίοδο της αποκριάς ενώ τον υπόλοιπο χρόνο στα γλέντια και τους γάμους χρησιμοποιούνταν λύρες, ταμπουράδες, βιολιά, γκάιντες και χάλκινα πνευστά. Με την αναβίωση του εθίμου μετά τον β ́ παγκόσμιο πόλεμο, ο ζουρνάς άρχισε να έχει εξέχουσα θέση στη διασκέδαση και τις εκδηλώσεις των Ναουσαίων. Ξακουστοί ζουρνατζήδες του εθίμου ήταν ο Μήτρος Χαϊβάνος στις αρχές του αιώνα και αργότερα ο Σταύρος Παζαρέντζης (γεν.1930) και ο Βαγγέλης Ψαθάς (γεν.1936). Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες της Νάουσας σχημάτιζαν τις λεγόμενες «κομπανίες» και έπαιζαν και στ άλλα χωριά του Ν. Ημαθίας και Ν. Πέλλης. Στην κομπανία του Ψαθά έπαιζαν ο Δημήτρης Ψαθάς, αδερφός του Βαγγέλη, Νταούλι (γεν.1952), ο Β. Ψαθάς ζουρνά, τον οποίο αργότερα συνόδευαν οι γιοι του Γιώργος και Αντώνης με νταούλια και ο Δημήτρης με ζουρνά. Άλλη κομπανία είχε ο Στ. Παζαρέντζης με τους γιους του Δημήτρη και Μανώλη, δύο ζουρνάδες κι ένα νταούλι. Ζουρνά έπαιζαν επίσης, ο Δημήτρης Αγγέλτσης (γεν.1945) που συχνά συνόδευε τον Στ. Παζαρέντζη κι ο Τρύφων Παζαρέντζης γιος του Σταύρου. Ωστόσο ο ζουρνατζής που έχει ξεχωρίσει τοσο για την πολύχρονη πορεία του όσο και για την συμβολή του στην αναβίωση, την διάσωση αλλά και την εξέλιξη του εθίμου, είναι ο Βαγγέλης Ψαθάς. Η δεξιοτεχνία του , το ιδιαίτερο χάρισμα τόσο στο να ερμηνεύει τους σκοπούς, όσο και να τιθασεύει τον άγριο ήχο του ζουρνά, αλλά και η αγάπη και η αφοσίωσή του για την παραδοσιακή μουσική της Νάουσας, είναι κάποια απ’ τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν να είναι σήμερα ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της παράδοσης με πενηντάχρονη συνεχή παρουσία στα δρώμενα της πόλης και με πολλές τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε όλη την εργασία. © Dimitris Avramidis, https://thesingingfish.eu, 2013 Το περιεχόμενο αυτού του άρθρου αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του/της αρθρογράφου. Συνεπώς, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ κάθε αναδημοσίευση, αντιγραφή ή τροποποίηση του χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του/της. Εάν ενδιαφέρεστε για το περιεχόμενο της σελίδας, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας. |