Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένας ψαράς με την οικογένειά του. Κάθε πρωί πήγαινε για ψάρεμα και τα ψάρια που ψάρευε τα πουλούσε στην αγορά και ζούσε την οικογένεια του.
Μια μέρα ψάρεψε ένα ψάρι, που του μίλησε με ανθρώπινη λαλιά.
“Σε παρακαλώ” του είπε, “Ρίξε με πάλι στο νερό και εγώ θα σου εκπληρώσω όποια επιθυμία μου ζητήσεις”-”Να σε ρίξω” λέει ο ψαράς ”το μόνο του θέλω είναι να είμαστε υγιής εγώ και η οικογένεια μου.” Όταν γύρισε στο καλύβι του και είπε στη γυναίκα του τι έγινε, εκείνη του έβαλε της φωνές και του είπε πως θα μπορούσε να ζητήσει πάρα πολλά πράγματα, όπως για παράδειγμα ένα καινούριο σπίτι. Όλη τη νύχτα η γυναίκα του γκρίνιαζε.
Τι να κάνει ο ψαράς, το πρωί πήγε πάλι στη θάλασσα και φώναξε το ψάρι. Βγήκε εκείνο στον αφρό και τον ρώτησε τι θέλει. “Η γυναίκα μου μου λέει πως είναι λίγο αυτό που ζήτησα και θέλει ένα σπίτι πλούσιο όπως αυτό του γείτονα μας”-”Γύρνα σπίτι σου” του λέει το ψάρι, “Η επιθυμία σου έγινε”.
Και πράγματι όταν γύρισε στο σπίτι του, είδε ότι στη θέση που υπήρχε το καλύβι, τώρα υπήρχε ένα όμορφο σπιτάκι. Η γυναίκα του ήταν πολύ ευχαριστημένη και ζούσαν όμορφα. Μετά από λίγο καιρό όμως η γυναίκα του ψαρά σκέφτηκε πως θα μπορούσε να είχε ζητήσει από το ψάρι κάτι πολύ πιο μεγάλο. Άρχισε πάλι την γκρίνια, γιατί έλεγε ότι θα μπορούσε ο άντρας της να ζητήσει από το ψάρι ένα παλάτι και να είναι βασιλιάδες.
Τι να κάνει ο καημένος το ψαράς, πήγε πάλι στη θάλασσα και φώναξε το ψάρι. “Τι θέλεις” τον ρώτησε το ψάρι, “Η γυναίκα μου θέλει παλάτι και να γίνουμε βασιλιάδες” – “Γύρνα σπίτι σου” του λέει το ψάρι “Η επιθυμία σου πραγματοποιήθηκε”.
Και πράγματι, όταν γύρισε ο ψαράς στο σπίτι, στη θέση του όμορφου μικρού σπιτιού υπήρχε τώρα ένα παλάτι και η γυναίκα του μέσα ντυμένη βασίλισσα, διέταζε τους υπηρέτες. Πέρασε αρκετός καιρός και η γυναίκα του ψαρά ήταν ευχαριστημένη, όμως άρχισε πάλι να βαριέται και να σκέφτηκε πως αν ζητούσαν από το ψάρι να γίνουν αυτοκράτορες θα ήταν καλύτερα. Αφού γκρίνιαξε αρκετά στον ψαρά, τον έπεισε να πάει στο ψάρι και να του ζητήσει να γίνουν αυτοκράτορες.
Τι να κάνει ο καημένος ο ψαράς, πήγε στη θάλασσα και φώναξε πάλι το ψάρι. “Τι θέλεις;” τον ρωτάει το ψάρι. “Η γυναίκα μου δεν είναι πάλι ευχαριστημένη. Θέλει τώρα να γίνουμε αυτοκράτορες” – “Γύρνα σπίτι σου” του λέει το ψάρι, ”Η επιθυμία σου πραγματοποιήθηκε”.
Όταν γύρισε ο ψαράς στο σπίτι του, είδε τη γυναίκα του ντυμένη αυτοκράτειρα. Μετά από λίγο καιρό η γυναίκα του Ψαρά σκέφτηκε πως πάνω από τον αυτοκράτορα είναι ο θεός και ήθελε να γίνει και αυτή σαν τον θεό. Λέει τότε στον άντρα της να πάει πάλι στο ψάρι και να την κάνει ίση με τον θεό. “Γυναίκα μου τι λες;”λέει ο ψαράς” Αυτό δεν γίνεται” – “Πως δεν γίνεται”, λέει, ”Το ψάρι μπορεί να το κάνει. Στο κάτω-κάτω τη ζωή του χάρισες. Μια ευχή του ζητάμε να μας πραγματοποιήσει”.
Τι να κάνει ο ψαράς, πήγε πάλι στη θάλασσα και φώναξε πάλι το ψάρι. “Τι θέλεις;”, λέει το ψάρι. “Η γυναίκα μου τρελάθηκε”, λέει ο ψαράς,”Θέλει να γίνει σαν τον θεό” – “Γύρνα σπίτι σου”, του λέει το ψάρι.
Και όταν ο ψαράς γύρισε στο σπίτι του, στη θέση του παλατιού είδε την καλύβα του πάλι και την γυναίκα του στο κατώφλι να κλαίει την μοίρα της.
Παραμύθι των αδερφών Γκριμ όπως το μάθαμε από τη γιαγιά Ευδοξία, από τα Νάματα Κοζάνης
|