|
Άρθρο με θέμα το νταούλι σήμερα του Αλέξανδρου Ριζόπουλου
Τι γνωρίζουμε για το νταούλι;
Ως επί το πλείστον, συνδεδεμένο με τοπικές μουσικές παραδόσεις, το νταούλι, ακόμη και σήμερα, έχει μεγάλη αποδοχή αφ’ ής στιγμής όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να ασχοληθούν με αυτό. Τα νταούλια, σαν μουσικά όργανα, ξεφυτρώνουν, ουσιαστικά όπως τα άγρια χόρτα. Όλο περισσότεροι νέοι και νέες έλκονται από αυτό χωρίς απαραίτητα να τους ή τις συνδέει κάποιο μουσικό παρελθόν. Οι φήμες ότι όργανα του παρελθόντος αδυνατούν να ενταχτούν στο σήμερα, λοιπόν, ανατρέπονται. Για να μπορεί όμως κάτι παραδοσιακό να παραμένει ζωντανό, τότε βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Καθώς βέβαια όλα αλλάζουν, αλλάζει και το νταούλι και μαζί με αυτό αλλάζει και η οπτική των νέων νταουλτζήδων. Αυτή η διαπίστωση φανερώνει ότι το νταούλι έχει και άλλες διαστάσεις εκτός της μουσικής.
Πώς θα περιγράφαμε ένα νταούλι;
Από κατασκευαστικής άποψης είναι ένα κυλινδρικό, ξύλινο ηχείο όπου στις άκρες του δένονται μεμβράνες. Η κρούση γίνεται με τη βοήθεια δύο επικρουστήρων: κόπανος, μπότα, ή χοντρό και βίτσα, βέργα, ή λεπτό, ανάλογα την περιοχή και την ντοπιολαλιά. Οι μεμβράνες παλαιότερα ήταν μόνο ζωικές και δένονταν κυρίως με τριχιά, ενώ σήμερα συναντούμε, συχνότερα, συνθετικές μεμβράνες και σκοινιά ορειβασίας. Οι παλαιότεροι κατασκευαστές αντιμετώπιζαν το όργανο σαν να ήταν έπιπλο· το έβαφαν, δηλαδή, με λαδομπογιά σε αποχρώσεις του καφέ ή μαύρο, ή περνούσαν γομαλάκα, παρότι βέβαια, υπάρχουν φωτογραφίες με κάποια γήινα χρώματα. Τα νεότερα νταούλια, εννοώντας μετά το ‘90, ποικίλουν στην αισθητική τους αν και εκτός ορισμένων περιπτώσεων είναι αρκετά προσεγμένα χωρίς κάποια ιδιαίτερη διακόσμηση. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν περιπτώσεις που εκπλήσσουν, όπως για παράδειγμα, εκείνα που είναι φτιαγμένα από διάφανο πλέξιγκλας με ενσωματωμένα λεντάκια.
Πού θα βρω ένα νταούλι;
Οι νταουλτζήδες δεν αγοράζουν τα όργανά τους από μια μάρκα ή μεγάλη εταιρεία, καθώς κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Βέβαια υπάρχουν ξυλουργικά εργαστήρια που παράλληλα παράγουν κάποιο μικρό αριθμό οργάνων ετησίως, αλλά τα περισσότερα από αυτά, δεν είναι γνωστά. Οι παλαιότεροι νταουλτζήδες τα έφτιαχναν μόνοι τους. Σήμερα επικρατούν οι παραγγελίες εκ των οποίων οι περισσότερες γίνονται σε αυτοσχέδια μίνι εργαστήρια, άλλοτε σε γκαράζ ή σε αποθήκες ακόμη και σε ένα διαμέρισμα. Το χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι ο καθένας ή καθεμιά ελέγχει και επηρεάζει το σχεδιασμό και την κατασκευή του οργάνου του. Αναπτύσσεται μια άμεση σχέση, λοιπόν, ανάμεσα στον παραγωγό και τον πελάτη, χωρίς μεσάζοντες και αυτό είναι σημαντικό καθώς κάθε νταούλι καθρεφτίζει τον άνθρωπο που το παίζει.
Και ποιος ασχολείται πλέον με το νταούλι;
Το νταούλι φαίνεται πως κέρδισε την μάχη με το χρόνο καθώς αριθμεί πολύ περισσότερα κομμάτια σε σχέση με παλιότερα και επίσης απαντάται όλο και σε περισσότερες ζυγιές, ορχήστρες, μπάντες, στυλ και ηχογραφήσεις. Από το ‘80 και έπειτα, οι ορχήστρες, πειραματιζόμενες με τις δυνατότητες των μικροφωνικών, άλλαξαν το συχνοτικό ρόλο των οργάνων. Για μια περίοδο βέβαια εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν τα ντραμς ενώ την επόμενη δεκαετία, το κασοτάμπουρο και το νταούλι σταδιακά τα αντικατέστησαν. Ήδη λίγο πριν το 2000 το νταούλι άρχισε να αγαπιέται όλο και περισσότερο ώσπου σήμερα είναι πλήρως αποδεκτό ακόμη και από τις ορχήστρες της νότιας Ελλάδας. Ήταν μια καθοριστική αλλαγή η οποία επηρέασε τόσο το όργανο, όσο και τους νέους παίκτες. Η αισθητική του παιξίματος δεν καθορίζεται πλέον αποκλειστικά από το ζουρνά, όπως παλιά και αυτό διεύρυνε την ηχητική παλέτα του οργάνου. Το προφίλ των παικτών μοιραία άλλαξε κι αυτό, ενώ παράλληλα πολλές γυναίκες εμφανίστηκαν στο προσκήνιο ως, νέες νταουλτζούδες.
Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
– Μάνα θα γίνω νταουλτζής!
Πλέον ένας νταουλτζής δεν βιοπορίζεται αποκλειστικά από το όργανο, ασχέτου του πόσο καλός/ή είναι. Όμως αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο το οποίο δεν σχετίζεται άμεσα με τη μουσική, αλλά σχετίζεται με το πώς βιώνουμε τη μουσική σε επίπεδο κοινωνικό και κατ’ επέκτασιν πολιτισμικό. Απεναντίας ένας νταουλτζής μπορεί να βιοπορίζεται αποκλειστικά από τη μουσική αλλά τότε θα εξασκείται παράλληλα και άλλα κρουστά, συμμετέχοντας σε περισσότερες μπάντες ή μουσικά στυλ. Σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η τριτοβάθμια εκπαίδευση η οποία υπογράμμισε την μουσική καλλιέργεια των παικτών παραδοσιακής μουσικής. Παρ’ όλα αυτά ένα μικρό ποσοστό των παικτών έχει σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο. Η μέθοδος διδασκαλίας και εκπαίδευσης ακολουθεί τα μεσογειακά πρότυπα: βασίζεται στην σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή και εξελίσσεται μέσα από παρέες οι οποίες μελετούν, προβάρουν και μοιράζονται από κοινού τα ενδιαφέροντά τους γύρω από το νταούλι.
Τι μπορεί να μας έρχεται στο μυαλό όταν λέμε τη λέξη νταούλι;
Σίγουρα όχι μόνο το όργανο. Εκτός του ότι – στην καθομιλουμένη – συνδέεται με ένα φούσκωμα ή ένα πρήξιμο, το νταούλι στο άκουσμά του ενεργοποιεί ένα πολιτισμικό πλαίσιο το οποίο άλλοτε το φτιάχνει και άλλοτε φτιάχνεται από αυτό. Μια κρούση του κόπανου δεν είναι μόνο μια ταλάντωση των μορίων του αέρα, αλλά είναι και μια ενέργεια που συνδέεται με ένα σύνολο, αναφερόμενων στην κοινωνική ομάδα, πράξεων. Πανηγύρια, γάμοι, πατινάδες, γιορτές, τσιμπούσια, εγκαίνια, ρεβεγιόν και ένα σωρό χαρμόσυνες συνάξεις ανθρώπων συνδέονται με το νταούλι. Χωρίς απαραίτητα να τους συνδέουν ή να τους χωρίζουν συγγένειες, πολιτικές πεποιθήσεις, θρησκευτικές αναζητήσεις, οικονομικές επιφάνειες και εθνικές καταβολές, οι άνθρωποι ενώνονται και γίνονται «ένα» στο άκουσμα του κόπανου και της βίτσας.
«Ποιου ή ποιας είναι το νταούλι;»
Το νταούλι, σαν μέρος του πολιτισμικού γίγνεσθαι, εμπεριέχει τον καθένα, την καθεμιά. Ποιος όμως κρίνει, αξιολογεί και δικάζει μια πιθανή μεταβολή ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα; Ποιος δικάζει το νέο έναντι του παλιού; Ποιος ελέγχει (ή δεν ελέγχει) τα αισθητικά κριτήρια που καθορίζουν την πορεία και την εξέλιξη ενός οργάνου και κατ’ επέκταση μιας μουσικής; Ο ρόλος της χορηγίας από τα αρχαία χρόνια, ευτυχώς, δεν έχει παρέλθει, όμως ποιος μπορεί να αποφασίζει για την εξέλιξη μιας πολιτιστικής κληρονομιάς; Ο κατασκευαστής; Ο παίκτης; Ο ακροατής; Κάποιος σε θέση πολιτικής ισχύος που ασκεί επιρροή; Παλαιότερα ο νταουλτζής έπαιζε κατά παραγγελία του χορευτή και αυτή η δράση τελούσε υπό την αιγίδα του κοινοτάρχη. Σήμερα, φαίνεται πως άλλαξαν μόνο οι τίτλοι: ο νταουλτζής έγινε κρουστός, ο επιπλοποιός έγινε κατασκευαστής νταουλιών, ο γλεντιστής έγινε χορευτής, ο κοινοτάρχης έγινε υπεύθυνος πολιτιστικών δράσεων. Στη συνείδηση του καθενός, λοιπόν, το νταούλι έχει και μια διαφορετική σημασία.
Εν τέλει ποιος καθορίζει τη μοίρα του νταουλιού;
Μια μερίδα ανθρώπων αγαπούν τη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής και μέσα από την ίδρυση και τη ζωντάνια των συλλόγων πιστεύουν ότι τα τραγούδια, οι σκοποί και οι ρυθμοί ενός τόπου δεν θα χαθούν. Μια άλλη μερίδα αγαπά την εξέλιξη της παραδοσιακής μουσικής, αγκαλιάζοντας την μουσική μέσα από τη δημιουργία, εμπνεόμενη περισσότερο από τον ήχο παρά από τα κοινωνικά πρότυπα, πλαίσια και στερεότυπα. Αμφότερες οι πλευρές ενισχύονται μέσα από τις δυνάμεις του διαδικτύου οι οποίες προβάλλουν τη μουσική ως πολιτισμικό προϊόν πλέον. Η φωνή του νταουλιού καθορίζεται από αυτό το ρεύμα, ενώ η δύναμη της οποιασδήποτε αιγίδας εξισορροπείται με τη δική μου ή τη δική σου μέσω ενός λάηκ. Αντί επιλόγου, δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι το μέλλον του νταουλιού είναι στα χέρια όλων μας, ή μάλλον για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, το μέλλον του νταουλιού, κυριολεκτικά και μεταφορικά είναι στα ακροδάκτυλά μας, είτε πατάμε κουμπάκια, είτε κρατάμε μαντήλι στο χορό, είτε βίτσα και κόπανο.
Λίγα λόγια για τον Αλέξανδρο…
© Alexandros Rizopoulos, https://thesingingfish.eu, 2021
Το περιεχόμενο αυτού του άρθρου αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του/της αρθρογράφου. Συνεπώς, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ κάθε αναδημοσίευση, αντιγραφή ή τροποποίηση του χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του/της. Εάν ενδιαφέρεστε για το περιεχόμενο της σελίδας, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.
|