Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε μία Γιαγιά και ένας Παππούς που δεν είχαν παιδιά. Κάθε μέρα παρακαλούσαν τον θεό να τους δώσει ένα παιδάκι και ας ήταν μικρό σαν ένα ποντικάκι. Πραγματι, ο θεός άκουσε της προσευχές τους και τους έδωσε ένα παιδάκι τόσο μικρό όσο ένα ποντικάκι.
Του έδωσαν το όνομα Κουκουμπλής. Το αγάπησαν πάρα πολύ και το μεγάλωναν σαν ένα κανονικό παιδάκι. Η μόνη τους αγωνιά ήταν μήπως η γάτα τον νομίσει για ποντίκι και το φάει. Κάθε φορά που η Γιαγιά και ο Παππούς πήγαιναν στο χωράφι, απαγόρευαν τον Κουκουμπλή να βγει στην αυλή για να μην τον φάει η γάτα. Ο Κουκουμπλής ανήσυχος και περίεργος όπως κάθε παιδί, μια μέρα που οι γονείς του λείπαν στη δουλειά βγήκε στην αυλή.
Ήταν πολύ όμορφα, του άρεσαν τα λουλούδια, ο ήλιος, τα σύννεφα, έπαιξε, έτρεξε, χάρηκε και όταν κουράστηκε, ξάπλωσε κάτω απ’το δέντρο της αυλής και κοιμήθηκε.
Όταν γύρισαν ο Παππούς και η Γιαγια απο τη δουλειά και δεν τον βρήκαν στο σπίτι νόμιζαν πως τον έφαγε η γάτα και άρχισαν να κλαιν.
Η Γιαγιά από την απελπισία της τράβαγε τα μαλλιά της και τα έριχνε κάτω. Ο Παππούς έριχνε τα μουστάκια του. Εκείνη την ώρα περνάει ο Κόκκορας έξω απ την πόρτα και τους ρωτάει ”Γιατί κλαίτε και ρίχνετε τα μαλλιά σας κάτω;” ”Χάσαμε τον Κουκουμπλή” και από την στεναχώρια του ρίχνει τα φτερά του κάτω. Τον βλέπει το Αρνάκι και τον ρωτάει ”Γιατί ρίχνεις τα φτερά σου κάτω;” ”Χάσαμε τον Κουκουμπλή” και αμέσως ρίχνει και αυτό το μαλλί του κάτω. Και τότε βλέπει η βρυσούλα της αυλής το Αρνάκι και το ρωτάει ”Γιατί ρίχνεις το μαλλί σου κάτω;” ”Γιατί χάθηκε ο Κουκουμπλής” και στερεύει το νερό της. Τη βλέπει το Μεγάλο Δέντρο της αυλής και τη ρωτάει ”Γιατί δεν έχεις πια νερό;” ”Γιατί χάθηκε ο Κουκουμπλής” Και αυτό από τη στεναχώρια του ρίχνει όλα τα φύλλα του κάτω.
Τρομάζει ο Κουκουμπλής, που κοιμότανε κάτω απ’το δέντρο και σηκώνεται. Τον βλέπει το δέντρο και απ’τη χαρά του βγάζει καινούρια καταπράσινα φύλλα. Τον βλέπει η Βρυσούλα και αρχίζει να τρέχει γάργαρο νερό. Τον βλέπει το Αρνάκι και αμέσως έβγαλε άσπρο σγουρό μαλλάκι. Τον βλέπει και ο Κόκκορας και βγάζει πολύχρωμα και πλουμιστά φτερά. Τον βλέπουν οι γονείς του και ο Παππούς έβγαλε μαύρο μουστάκι και η Γιαγια μαύρα μαλλιά και απ’τη χαρά τους ξανάγιναν νέοι.
Και κάλεσαν όλο το χωριό και έκαναν ένα γλέντι και έφαγαν τη φακή που είχε φτιάξει η Γιαγιά.
Απ’ την κ. Ελένη
|