Η κότσιηνη τρανταφυλλιά, Ελενίτσα Γεωργίου

Κότσιηνη τρανταφυλλιά μου, άμαν άμαν
τζιαι ψουμίν μου χάσικον*
Τζι έλα κλούθα μου να πάμεν φως μου
τζι αν σ’αφήσω ‘ν’ άδικον

triantafullia-the-singing-fish-2

Σκίτσο: Ευδοξία Σαπνάρα

Μια φοράν τζι έναν τζαιρόν, ήταν μια κότσιηνη τρανταφυλλιά φυτεμένη σ’ένα χωράφι. Ήταν γεμάτη τραντάφυλλα μιάλα τζαι μιτσιά τζαι εμοσκοβολούσεν που δύσην ως ανατολήν.

Παλιά εποτίζαν την τζαι λίον, μετά τες φασαρίες* όμως, τίποτε. Έτο η Κύπρος ήταν ξερονήσιν τζι αν έκλαιν τζαι καμιάν φοράν η τρανταφυλλιά τα δάκρυα της εν ελοαρκάζουνταν για πότισμαν. Που ήταν νέα ήταν ψυντρή τζι αγκάθιν ένεβρισκες πάνω της, τζι αν έβρισκες ήταν μαλαχτόν. Εσιέρετουν*, τζι η μυρωθκιά της έφερνεν τους νιους τζαι τες νιες κοντά. Ώσπου εμυαλίνησκεν* όμως αρκέψαν τζείν’τ’αγκάθκια της να τρυπούν. Έτο ούλλοι οι μιτσιοί επηένναν τζι εκόφκαν τα ρόδα της γιατί ενεκαΐλιζεν* η κοπελιά για γάμον αν της έφερνες ρόδον που αλλού. Ετσίμπαν τους τζι έθκιωχεν τους! Αόυ ο ένας, άου ο άλλος, κανένας εν της εξανακόντεψεν.

Εμαράζωσεν η καημένη τζι έμεινεν μες το χωράφιν σαν το σκιάχτρον. Με κάθε ήλιου βούττημαν* εγίνετουν τζαι πιο κατζιά*. Πού ν’αθθυμηθεί τραούδιν της χαράς… Εκάθετουν μες το ξεροχώραφον τζι έκλεεν τζι ελάλεν:

Κότσιηνα χείλη μου’δωκες
τζαι καστανά μαλλούθκια
μα τούντ’αγκάθκια τα σκλερά
θκιώχνουν τα κοπελλούθκια

Μια μέραν όμως, έρεσσεν που τζιαμέ* ένας νιός, τζαι αντάν* τζαι είδεν την πως ήταν έτοιμη να ξεράνει, εσκέφτηκεν να την κόψει τζαι να την πάρει της αγαπητιτζιάς του. Ήταν πολλά καλή η καρκιά της τζαι σίουρα ήταν να την φροντίσει. Αντάν τζαι είδεν όμως η τρανταφυλλιά τον νέον να’ρκεται κατά πάνω της ενόμισεν πως ήταν να την σκοτώσει, γιατί ακούουνταν πολλά για σκοτωμούς τζείν’ τον τζαιρόν στη Χώραν.

Άφησ’τον φόον τρανταφυλλιά
τζαι πάμεν μάνι μάνι
στο σπίτιν της κοπέλλας μου
που θέλει να σε γιάνει

triantafullia-the-singing-fish-1

Σκίτσο: Ευδοξία Σαπνάρα

Εκάτζιωσεν τζι επίσμωσεν όμως, τζαι πριν ν’ακούσει τα λόγια του νιου επρόφτασεν τζι εφύτρωσεν πάνω της φαρματζερόν αγκάθθιν. Ξεριζώνει την το παλλικάριν, παίρνει την σπίτιν και διά την της αγαπητιτζιάς του την ώραν που έππεφτεν ο ήλιος μες τη θάλασσαν:

Κότσιηνα χείλη π’αγαπώ
τζαι καστανά μαλλούθκια
φέρνω σας τριαντάφυλλα
άρρωστα για να γιάνουν.
Για να παιρνώ στην γειτονιά
τζαι να μοσκοβολούσιν
για να σας έχω αγκαλιά
κακά να μεν με βρούσιν

Αρκέφκει τζι η καλή να το χαϊδεύκει τζαι να το χαϊδεύκει, αμμά εν επρόσεχεν τζαι τρύπησεν το δάχτυλον της πας το αγκάθθιν το φαρματζερόν. Τζι ευθύς, επέθανεν. Κλάμαν ο νιος τζαι δώστου φιλιά πας τ’απαλόν κορμίν της.

Που τον θυμόν του τραβά τζαι ξεριζώνει την τρανταφυλλιάν τζαι σύρνει την μακριά προς τον γκρεμόν. Αντί να ππέσει όμως μες τον γκρεμμόν, άφηκεν τ’άνθη της να πετάσουν ψηλά στον ουρανόν. Τζι έτσι σε κάθε ήλιου βούττημαν ο νιος θυμάται τα κότσιηνα χειλούθκια τζαι τα καστανά μαλλούθκια.

Τζι αν έζησεν αυτός καλά, εζήσαμεν τζι εμείς καλύττερα…

Ελενίτσα Γεωργίου

*χάσικο = αγνό, καθαρό
*φασαρίες = Ως «φασαρίες» εννοούνται οι διενέξεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων περί το 1963
*εσμύετουν = σμιγόταν
*εσιέρετουν = χαιρόταν
*εμιαλύνισκεν= μεγάλος-μεάλος-μιάλος, ε + μιαλίνισκεν= εμεγάλωνε
*εν καηλίζω = δεν δέχομαι
*ήλιου βούττημαν = ηλιοβασίλεμα
*κατζιά = κακιά
*τζιαμέ = εκεί
*αντάν = μόλις